Σε μία περίοδο που η αποβιομηχάνιση έχει εγκαθιδρυθεί, κτίρια και εγκαταστάσεις από το βιομηχανικό παρελθόν, διάσπαρτα ανά τη χώρα, μάς καλούν να στοχαστούμε πάνω στην αξιοποίησή τους.
Σε μία περίοδο που η αποβιομηχάνιση έχει εγκαθιδρυθεί, κτίρια και εγκαταστάσεις από το βιομηχανικό παρελθόν, διάσπαρτα ανά τη χώρα, μάς καλούν να στοχαστούμε πάνω στην αξιοποίησή τους.
Ο κτιριακός βιομηχανικός πλούτος της χώρας βρέθηκε στο επίκεντρο του τριήμερου συνεδρίου «Τα Κάστρα της Βιομηχανίας – Αποκατάσταση, Επανένταξη, Αξιοποίηση» που διοργανώθηκε από το ΤΕΕ / ΤΚΜ στη Θεσσαλονίκη. Το συνέδριο είχε ως στόχο τη διερεύνηση θεμάτων που αφορούν στην καταγραφή, τεκμηρίωση και διαχείριση σημαντικών ανενεργών βιομηχανικών συγκροτημάτων και κτιρίων που σήμερα αποτελούν στοιχεία μνήμης, ενώ επιδίωξε να αναδείξει τον συσχετισμό τους με ζητήματα βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας αναζητώντας συνέργειες, τρόπους και μεθόδους που θα επαναφέρουν αυτά τα συγκροτήματα στην καθημερινή ζωή. Παράλληλα η διοργάνωση είχε θέσει ως στόχο την ενθάρρυνση του επιστημονικού έργου, που μπορεί να φωτίσει τη συσχέτιση του θέματος με ζητήματα εκπαίδευσης καθώς και με το κοινωνικό πεδίο, μέσω πρωτοβουλιών και δράσεων κοινωνικής ευαισθητοποίησης.
Θεσμικό Χάσμα
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση που ακολούθησε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, μέσα από την παρουσίαση του κεντρικού ομιλητή κ. Jacques Pajot αλλά κατά τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που ακολούθησε, αναδείχθηκε το χάσμα που επικρατεί στο θεσμικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει τον τρόπο προσέγγισης, χαρακτηρισμού, αποκατάστασης και αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα, σε σχέση με τα όσα επικρατούν σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία, με τις διαφορές να επικεντρώνεται κυρίως στην ευελιξία της εισαγωγής νέων χρήσεων για τα κελύφη των παλιών και ανενεργών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών κτιρίων.
Πέρα όμως από τον βαθμό ευελιξίας του θεσμικού πλαισίου, κατά τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης εκτέθηκαν συνοπτικά μερικοί προβληματισμοί που αναδείχθηκαν από τις πενήντα και πλέον εισηγήσεις. Όπως συνοψίζει η διοργάνωση, η ποικιλία των δομικών συστημάτων που αναγέρθηκαν σταδιακά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους εγείρει προβληματισμούς ως προς την υποστήριξή τους ή τη δυνατότητα εισαγωγής νέων, με σκοπό την αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων. Ένας ακόμα προβληματισμός σχετίζεται με την τεκμηρίωση του παλαιού μηχανολογικού εξοπλισμού ως τμήμα των προτάσεων αποκατάστασης (ή μη), ενώ εγείρονται ζητήματα εισαγωγής βιοκλιματικών προσεγγίσεων ως προϋπόθεσης (ή μη) για τις διαδικασίες και τις προτάσεις αποκατάστασης στοιχείων βιομηχανικής κληρονομιάς. Το σώμα απασχόλησε και η σύνδεση των νέων χρήσεων με τις δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης της συντήρησης των κτιρίων, αντί της διαρκούς αναζήτησης κονδυλίων από δημόσιους φορείς για τη συντήρηση αυτή. Τέλος αναδείχθηκαν προβληματισμοί από την πιθανή δυνατότητα αξιοποίησης των στοιχείων βιομηχανικής κληρονομιάς, για τη διαμόρφωση χώρων κατοικιών, μορφής λοφτ.
Τo CentQuatre ως παράδειγμα και ως πρόκληση
O Γάλλος αρχιτέκτονας Jacques Pajot, που το 1989 ίδρυσε μαζί με τον Marc Iseppi το αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό γραφείο Atelier Novembre, έχει αφοσιωθεί στην προσέγγιση του δημόσιου εξοπλισμού στον πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα, με αρκετά παραδείγματα αναζωογόνησης και εκσυγχρονισμού κτιριακών υποδομών. Στην ομιλία του αναφέρθηκε στο εμβληματικό CentQuatre, ένα κέντρο καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Παρίσι που αναπτύσσεται σε 39.000 τ.μ. και κάποτε υπήρξε γραφείο κηδειών. Πλέον περιλαμβάνει περίπου είκοσι εργαστήρια, γραφεία παραγωγής, δύο αίθουσες εκδηλώσεων, χώρους πολλαπλών χρήσεων, εκθεσιακούς, αποθηκευτικούς, αλλά και χώρους καταστημάτων και στάθμευσης. «Δεν είναι η μεγαλύτερη ευχαρίστηση ενός αρχιτέκτονα να βλέπει τα έργα του να ζωντανεύουν;», σημείωσε ο κ. Pajot κατά την παρουσίαση του, τοποθετώντας στο επίκεντρο του ερωτήματός του τη λειτουργική αποκατάσταση και επανένταξη του CentQuatre στον αστικό και κοινωνικό ιστό.
«Ένας αρχιτέκτονας δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί μια καλύτερη ανταμοιβή από το να συνεισφέρει στη συγκρότηση ενός ιδιαίτερα δημοφιλούς χώρου σε περιοχή του Παρισιού με ιδιαίτερα προβλήματα. Καλωσορίζοντας πολλαπλές μορφές δημόσιων ή ιδιωτικών εκδηλώσεων, το CentQuatre έχει γίνει, εκτός από κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το υβριδικό μέρος που αναζητούσαν όλοι, ανοιχτό σε όλους», ανέφερε ο φημισμένος Γάλλος αρχιτέκτονας συμπληρώνοντας ότι πολλοί πίστευαν ότι το έργο γινόταν για τους επισκέπτες και τους τουρίστες και θα αποτελούσε έναν χώρο που δεν θα τους αφορούσε. «Αυτή ήταν η μεγάλη πρόκληση», ανέφερε κάνοντας λόγο για μια νέα γενιά χώρων πολιτισμού όπου ο διάλογος μεταξύ τέχνης, πολιτιστικών πρακτικών και περιοχής είναι συνεχής. «Το CentQuatre έχει επίσης σχεδιαστεί για να συμμετέχει στην αστική ανανέωση της περιοχής», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Pajot η επιτυχία και όλα όσα συμβαίνουν στο CentQuatre μας κάνουν να ξεχνάμε ότι στην αρχή τίποτα δεν ήταν αυτονόητο. «Το να μετατρέψεις αυτό το ‘εργοστάσιο πένθους’ σε καλλιτεχνικό εργοστάσιο που οδηγείται από τη λαϊκή ενέργεια, ήταν μια πραγματική πρόκληση».
Η ελληνική εμπειρία
Η ελληνική εμπειρία κατέλαβε τη μερίδα του λέοντος κατά τις εργασίες του συνεδρίου που αναπτύχθηκε γύρω από τέσσερις άξονες: την καταγραφή και αξιολόγηση των άυλων και υλικών τεκμηρίων της προβιομηχανικής και βιομηχανικής κληρονομιάς, τη διαχείριση της αρχιτεκτονικής βιομηχανικής κληρονομιάς, την αποκατάσταση, επανάχρηση και επανένταξη κτιρίων στο σύγχρονο πλαίσιο και τέλος την εκπαίδευση και την κοινωνική ευαισθητοποίηση.
Στην ενότητα «διαχείριση, επανάχρηση και επανένταξη κτιρίων στο σύγχρονο πλαίσιο» οι ομιλητές προσέγγισαν τον περιβαλλοντικό παράγοντα στην επανάχρηση βιομηχανικών κελυφών, τη συλλογική κατοικία ως νέα χρήση, ενώ ανέπτυξαν σενάρια επανάχρησης, παρουσιάζοντας περιπτώσεις. Πώς η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων θα μπορούσε να γίνει με περιβαλλοντικούς όρους; «Θα πρέπει να δούμε τον πυρήνα, τον κύριο σκοπό του περιβαλλοντικού σχεδιασμού που είναι η επίτευξη της βιωσιμότητας», ανέφερε η αρχιτέκτων Ιωάννα Ζαχαράκη. «Οι αρχές της βιωσιμότητας συνοψίζονται στη διαχείριση του αστικού χώρου, στην ενοποίηση των πολιτικών, στην οικοσυστηματική προσέγγιση και τη σύμπραξη», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι η πόλη αντιμετωπίζεται στο σύνολό της ως ολότητα.
Μιλώντας για το εργοστάσιο της Lafarge – ΑΓΕΤ Ηρακλής στον Βόλο, η κα Ζαχαράκη παρουσίασε μελέτη στην οποία εξετάζεται το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί ο χώρος αν απομακρυνθούν οι εγκαταστάσεις. Συγκεκριμένα προτείνεται η δημιουργία περιβαλλοντικού πάρκου, με χρήσεις πολιτισμού, εκπαίδευσης και αναψυχής και παράλληλη επανάχρηση των κελυφών που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Στόχος του σχεδιασμού είναι η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής και η επαναφορά του φυσικού στοιχείου, ενώ προτείνεται η αξιοποίηση της σιδηροδρομικής γραμμής και των λιμενικών εγκαταστάσεων.
Από την πλευρά του, ο αρχιτέκτονας Ιορδάνης Σιναμίδης – μιλώντας εκ μέρους της συναδέλφου του Έλλης Χαβατζά -, για το παράδειγμα του «Πέλλα–Όλυμπος» στη Νάουσα, έκανε λόγο για την επιλογή μιας πειραματικής προσέγγισης με υπερτοπικά χαρακτηριστικά που βασικός της άξονας υπήρξε η κατοικία «ως ενός από τους πιο καίριους συντελεστές σύνθεσης των αστικών οργανισμών».
Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκονται τα κτίρια που στέγαζαν τη γραμμή παραγωγής, ενώ σε νεοκλασικό κτίσμα μπορεί να φιλοξενηθεί κέντρο βιομηχανικής τεκμηρίωσης το οποίο θα αποτελεί σταθμό σε βιομηχανικό μονοπάτι της Νάουσας. Η καμινάδα και οι ατμολέβητες διατηρούνται ως κέντρο αναφοράς της εσωτερικής οργάνωσης του υπαίθριου χώρου του συγκροτήματος. «Παρά τις δυσκολίες μετάβασης, από την παλαιά στη νέα χρήση, η κατοικία σε συγκροτήματα μικτών χρήσεων φάνηκε ότι μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσα σχήματα αναβίωσης τα οποία εκτιμάται ότι ενέχουν σπόρους για την άνθηση της μακρόχρονης ανθεκτικότητας στα σύγχρονα αστικά κέντρα, ωστόσο αναδεικνύονται σημαντικές προκλήσεις στον νέο σχεδιασμό οι οποίες, ανάλογα με την περίπτωση μελέτης, σίγουρα θα έχουν μοναδικά χαρακτηριστικά».
Σχετικά το βαμβακοκλωστήριο Λόγγου – Κύρτση – Τουρπάλη στη Νάουσα μίλησε η αρχιτέκτων Κωνσταντίνα Βίστα, εκ μέρους της ομάδας που εκπόνησε σχετική μελέτη. Η μελέτη προτείνει τόσο την ανάδειξη του κτιριακού συγκροτήματος και της ιστορίας του αλλά και την ανάπτυξη ενός πλέγματος χρήσεων που συνδυάζει την εκπαίδευση, την επιχειρηματικότητα, την έρευνα, την αναψυχή και τον πολιτισμό. «Οι χρήσεις εμπλουτίζονται από την πολιτισμική, βιομηχανική και παραγωγική κληρονομιά της Νάουσας δίνοντας έμφαση στα τοπικά προϊόντα και την υδατόπτωση».
Τέλος, σε σχέση με τα βιομηχανικά κτίρια της οδού Πειραιώς, ο αρχιτέκτονας Αντώνης Μότσης αφού προσέγγισε θεωρητικά την έννοια του ερειπίου και των τεκτονικών προσεγγίσεων στο κέλυφος, μίλησε για την περίπτωση του σημαντικού άξονα που ενώνει το αστικό κέντρο με το λιμάνι του Πειραιά και εκεί «αντανακλάται η ιστορική εξέλιξη της βιομηχανικής πορείας της Ελλάδας αλλά και η αρχιτεκτονική της μετεξέλιξη σήμερα».
Μετά το συνέδριο – Η έκθεση και οι εκδόσεις
Την ημέρα ολοκλήρωσης του συνεδρίου ξεκίνησε και επίσημα στη Νέα Παραλία, η έκθεση 30 μελετών βραβευμένων σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και 36 διπλωματικών εργασιών από πέντε πανεπιστήμια της χώρας. Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 15 Ιουνίου και αποσκοπεί τόσο στην ανάδειξη της σημασίας των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για την προαγωγή του αστικού πολιτισμού όσο και στην παρουσίαση των αρχιτεκτονικών προτάσεων και απαντήσεων στα θέματα διαχείρισης σημαντικών ανενεργών βιομηχανικών συγκροτημάτων και κτιρίων. Σημειώνεται ότι είναι ήδη διαθέσιμες δύο εκδόσεις, ο τόμος με τα πρακτικά και το σύνολο των εισηγήσεων, καθώς και ένα λεύκωμα αφιερωμένο στην παράλληλη έκθεση μελετών και διπλωματικών εργασιών.