Τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στην πόλη τον καταλαβαίνουμε σαν ένα «κρίκο» που μπορεί να ενισχύσει τους αστικούς χώρους συνδέοντάς τους μέσα από την ίδια τη χωρική τους δυναμική», σημειώνει ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος, αρχιτέκτων επικεφαλής της Potiropoulos+Partners.

Σε μια απολαυστκή συνέντευξη που εντρυφά στα ενδότερα της αρχιτεκτονικής σκέψης, ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος αποκωδικοποιεί την προβληματική που βρίσκεται στα θεμέλια του σχεδιασμού που ακολουθεί η Potiropoulos+Partners, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «αρχιτεκτονική είναι η σύνθεση των διαφορών μεταξύ των πολλών προκλήσεων, περιορισμών και ορίων που θέτει η πραγματικότητα της δουλειάς μας».

Ποιο είναι το επίπεδο της αρχιτεκτονικής σήμερα στην Ελλάδα; Σίγουρα υπάρχουν ορισμένα έργα που ξεχωρίζουν λόγω της κλίμακάς τους (όπως η αστική ανάπτυξη στο Ελληνικό), αλλά διαθέτουμε ποιοτικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα;

Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα την αρχιτεκτονική μας πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε το καινούργιο και καινοτόμο που να είναι χτισμένο, υπαρκτό, σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να προκαλέσει αληθινά ρήγματα στην στερεοτυπική εικόνα της ελληνικής πόλης. Οι πόλεις μας ήταν και είναι από άποψη ύφους, αλλά και λειτουργικά, ανεξέλεγκτες και ασύνδετες. Χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς θύλακες ευφορίας. Λείπει η γοητευτική αφήγηση. Η μνήμη, η παλαιότερη και η νεότερη, είναι εγκεφαλική, κάθε απτό ίχνος της έχει ή κινδυνεύσει να χαθεί. Η ελληνική πόλη και αρχιτεκτονική δεν ανακεφαλαιώνουν ούτε την παράδοση, ούτε την εμπειρία της σύγχρονης πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής. Η απουσία αυτής της ανανέωσης σκοτώνει την ίδια την πόλη, σκοτώνει μαζί και τον σύγχρονο αρχιτεκτονικό μας πολιτισμό. Οι όποιες εξαιρέσεις, γιατί υπάρχουν εξαιρέσεις, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Τι συμβαίνει όμως σε άλλες χώρες; Θα αναφερθώ στο παράδειγμα της Ολλανδίας, που το επαναλαμβάνω συνεχώς, και συγκεκριμένα στο Ρότερνταμ, μία από τις πλέον πολυπολιτισμικές ευρωπαϊκές πόλεις και γνωστή για την υψηλού επιπέδου σύγχρονη αρχιτεκτονική της. Στην πιο μοντέρνα πόλη της Ολλανδίας, εύκολα κάποιος αντιλαμβάνεται τι σημαίνει επένδυση στο μέλλον.

Η νέα περίοδός της χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν αποφασίστηκε η εκτεταμένη ανάπλαση της ζώνης του λιμανιού, η οποία μοιάζει σήμερα με γιγάντια έκθεση επώνυμης σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Η νέα εποχή συμπαρέσυρε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα του Ρότερνταμ, που αναδείχθηκε σε μοντέλο-πρότυπο ανάπτυξης και παράλληλα σε πεδίο αδιάκοπου αρχιτεκτονικού πειραματισμού. Οι ολλανδικές πόλεις ξεχειλίζουν από σύγχρονες αρχιτεκτονικές πραγματοποιήσεις, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της κίνησης προς το μέλλον, ο επισκέπτης είναι αποδέκτης μίας βαθιάς αλλαγής στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η σύγχρονη αρχιτεκτονική. Όμως το ολλανδικό κράτος επενδύει δυναμικά τόσο στις αναπλάσεις όσο και στις υποδομές, επενδύει και στην αρχιτεκτονική επιλέγοντας αναπτύξεις που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη. Τα θέματα που απασχολούν τον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σχεδιασμό στην Ολλανδία -αναφέρομαι ειδικότερα στην κεντρική της διοίκηση- απέχουν παρασάγγας από τις παρωχημένες αντιλήψεις και τους ρηχούς προβληματισμούς των δικών μας αρμοδίων. Είναι πλεονασμός να πούμε ότι στη χώρα μας οι πολιτικοί και οι νομοθέτες σχεδιάζουν των χώρο και όχι οι αρχιτέκτονες.

Κάθε φορά που βλέπω κάποιο δικό σας ολοκληρωμένο έργο ή βλέπω τη μελέτη μιας νέας ιδέας, συνειδητοποιώ ότι η αρχιτεκτονική σκέψη σας ξεφεύγει από τα στενά όρια της υλικότητας. Μιλήστε μας λίγο περισσότερο για τις αρχές που ακολουθείτε στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά και πώς αντιμετωπίζετε κάθε έργο σας.

Τρεις είναι οι βασικοί άξονες προβληματικής που συνυπάρχουν στον σχεδιασμό μας: Ο πρώτος δίνει έμφαση στο νοηματικό περιεχόμενο της «ιδέας», στη σημειολογική της διάσταση. Παράλληλα θέτει ως καθοριστικό αίτημα τη σκηνοθεσία του αρχιτεκτονικού χώρου, με την έννοια της θεατρικότητας, τη μετατροπή της υλικής υπόστασης του κτιρίου σε βιωματική χωρική εμπειρία. O δεύτερος σχετίζεται με τον ρόλο του κτιρίου ως αστικού «κρίκου», που είναι ικανός να ενισχύσει τις επιμέρους περιοχές της πόλης συνδέοντάς τες μέσα από την ίδια την χωρική τους δυναμική. O τρίτος στοχεύει στην καταδήλωση της ατομικότητας της αρχιτεκτονικής έκφρασης μέσω της εκφραστικότητας του ίδιου του αρχιτεκτονικού αντικειμένου.

Τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στην πόλη τον καταλαβαίνουμε σαν ένα «κρίκο» που μπορεί να ενισχύσει τους αστικούς χώρους συνδέοντάς τους μέσα από την ίδια τη χωρική τους δυναμική. Ώστε οι χώροι αυτοί -που κάποιες φορές είναι άμορφοι, άλλοτε αποσπασματικοί ή και εγκαταλελειμμένοι- να αποκτούν μεταξύ τους σύνδεση και ενδιαφέρον. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη αλλά και αληθινή από το να προσπαθήσει κάποιος να επιβάλει ένα «προκατασκευασμένο» αστικό μοντέλο και μετά να επιχειρήσει να διαπραγματευτεί την αρχιτεκτονική που αντιστοιχεί σ’ αυτό το μοντέλο.

 

 

Μας απασχολεί η σχέση αρχιτεκτονικής και φύσης, που απειλείται λόγω της έντονης αστικοποίησης που βιώνουμε κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, και βέβαια λόγω της κλιματικής αλλαγής. ‘Οπου και το διακύβευμα, όπως το αντιλαμβάνεται το γραφείο μας: Για μία αρχιτεκτονική που εμπεριέχει στη φιλοσοφία της την έννοια της «γης-μητέρας» αναδεικνύοντας τη σύνδεση της ανθρώπινης υπόστασης με την εμπειρική κατανόηση όσων συναποτελούν τον φυσικό μας περίγυρο ή προέκτασή του. Μία αρχιτεκτονική, που όσο αντιφατικό και αν ακούγεται σε συνάρτηση με την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας, επιδιώκει να αποδώσει μία αίσθηση «φυσική» θέλοντας να αφυπνίσει σχέσεις που λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής και της μηχανοποίησης των διαδικασιών έχουν παραμεληθεί. ‘Οπως λέει ο Juhani Pallasmaa: «Μέσα από ένα ουτοπικό ταξίδι προς την αυτονομία, εξαΰλωση, έλλειψη βαρύτητας και αφαίρεση, η αρχιτεκτονική κινείται πίσω, προς μία αρχέγονη θηλυκή εικόνα εσωτερικότητας, σαρκικότητας και κτητικότητας». Οι σχέσεις λοιπόν αυτές, που αφορούν άμεσα ή έμμεσα στη μεσογειακή φύση, στο ελληνικό φως, στην υλικότητα που σχετίζεται με τον Τόπο, ακόμη στον μεσογειακό τρόπο ζωής, στην εξωστρέφεια, στη συνεύρεση, αλλά και στους συμβολισμούς, στη μυθοπλασία, γενικότερα σε ό,τι μας κληροδότησε η ιστορία και ο πολιτισμός μας, αποτελούν συστατικά της αρχιτεκτονικής μας, αλλά με έναν τρόπο «πλάγιο», σε δεύτερη ανάγνωση.

Κοινότυπο αλλά πρέπει να το ρωτήσω, ειδικά σε κάποιον με τέτοια παρακαταθήκη έργων. Ποια είναι τα έργα που σας καθόρισαν περισσότερο – δικά σας αλλά ενδεχομένως και ξένων αρχιτεκτόνων;

Ας μη μιλήσω για τα δικά μας έργα. Με επηρέασε ιδιαίτερα η διδασκαλία και η δουλειά του καθηγητή μου Günter Behnisch, που εστίαζε στη δυναμική της ελεύθερης κάτοψης και της διάσπασης του καννάβου. Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, στις ΗΠΑ, αναζητούσαν τον σύγχρονο αρχιτεκτονικό λόγο στην οριακή ερμηνεία ή και αποδόμηση της κονστρουκτιβιστικής γεωμετρίας. Μαζί με τα έργα και τις προτάσεις του Tadao Ando και του Mario Botta, η πρώτη μου αυτή επαφή με την αρχιτεκτονική με βοήθησε να καταλάβω στην πρώιμη ηλικία των σπουδών ότι αρχιτεκτονική δεν ήταν μόνο εκείνο που νόμιζα, αλλά και ό,τι δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να ήταν. Και αυτό είναι το πρώτο απελευθερωτικό και πολύτιμο βήμα για κάθε φοιτητή αρχιτεκτονικής, όταν κόβεται ο ομφάλιος λώρος που τον περιορίζει στο κοινώς αποδεκτό στερεότυπο.

Θέλετε να μας περιγράψετε τα έργα που πρόκειται να υλοποιηθούν από το γραφείο σας εντός του 2023; Ποια είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του καθενός, από αρχιτεκτονική άποψη;

Αυτή την περίοδο δουλεύουμε περίπου σαράντα έργα στο γραφείο, μεγάλης, μεσαίας και μικρής κλίμακας. Δεν θεωρώ ότι έχει νόημα να σταθώ στην «ιδέα» κάποιων εξ αυτών, περισσότερο θα ήθελα να αναφερθώ στην προβληματική που τα συνδέει πίσω από την πρώτη ανάγνωση.
Στις ημέρες μας, η περιβαλλοντική καταστροφή θέτει υπό αμφισβήτηση την κοινή πεποίθηση ότι ο μελλοντικός χρόνος είναι άπειρος, βρισκόμαστε ακριβώς στη χρονική στιγμή που οφείλει κανείς να υποδείξει δυνατότητες υπέρβασης εκεί όπου η σημερινή λογική συναντάει αδιέξοδα. Δυνατότητες, οι οποίες ανασκάπτουν εκτεταμένα πεδία σημασιών και μας βοηθούν να κατανοήσουμε ότι προβληματισμοί, σαν αυτούς που άπτονται του περιβαλλοντικού ζητήματος, δεν αποτελούν ιδιοτροπίες του καιρού μας, αλλά εύγλωττες φανερώσεις μιας πολύ ευρύτερης υπόθεσης που σχετίζεται άμεσα με τη βιωσιμότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Να προσθέσουμε και το θέμα του υπερπληθυσμού, το οποίο επηρεάζει κάθε γωνιά και κάθε οικοσύστημα του πλανήτη μας. Μελέτες έχουν δείξει ότι τις προσεχείς δεκαετίες η επιδείνωση του συγκεκριμένου προβλήματος πρόκειται να θέσει σε δεινή δοκιμασία το περιβάλλον επιφέροντας σοβαρές επιπτώσεις στις συνθήκες ζωής. Η πόλη του μέλλοντος, μία πόλη που θα τη χαρακτηρίζει η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, δεν θα έχει καμία σχέση με τον κλασικό ορισμό της πόλης που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Επομένως κάπως αλλιώς πρέπει να σχεδιάζουμε.
Ο Matisse έλεγε: «Δεν ζωγραφίζω πράγματα, ζωγραφίζω μόνο τη διαφορά μεταξύ των πραγμάτων». Πιστεύω ότι αρχιτεκτονική είναι η σύνθεση των διαφορών μεταξύ των πολλών προκλήσεων, περιορισμών και ορίων που θέτει η πραγματικότητα της δουλειάς μας.

Πάντα στο πλαίσιο της γόνιμης και παραγωγικής κριτικής, πώς σχολιάζετε το όραμα για το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας; Θα αλλάζατε κάτι στον συνολικό σχεδιασμό και τη σκέψη;

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζει µία από τις πιο σημαντικές συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης διεθνώς. Το αρχικό νεοκλασικό κτίριο του Ludwig Lange απέκτησε στη συνέχεια διάφορες προσθήκες στα χρόνια που ακολουθήσαν. Με την επίκαιρη αναβάθμιση και επέκτασή του θα εκσυγχρονιστεί ώστε να γίνει ένας χώρος ανοικτός που θα ανταποκρίνεται στα σύγχρονα πρότυπα βιωσιμότητας και ποιότητας. Όπως έχω διαβάσει, δει, και καταλάβει, η επιλεγμένη πρόταση εμπνεύστηκε από την ουσία του αρχικού σχεδιασμού του Lange –µια ρομαντική ιδέα, επηρεασμένη από τον φιλελληνισμό της εποχής για ένα αστικό τοπίο µε εκτενείς ανοικτούς χώρους μέσα στον πυκνό αστικό ιστό– και χρησιμοποίησε το υφιστάμενο εμβληματικό κτίριο ως αφετηρία για το σχεδιασμό, πλαισιώνοντάς το µε έναν ρομαντικό κήπο. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες συμμετοχές-προτάσεις που υποβλήθηκαν στον διαγωνισμό, θεωρώ την επιλεγείσα ως την πλέον κατάλληλη να ανταποκριθεί στην ιστορική και πολεοδομική φόρτιση-πρόκληση στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης.