Η αλλαγή πλεύσης συνίσταται στο ότι οι καλλιτέχνες κλήθηκαν εξαρχής να συμμετάσχουν ως αναπόσπαστο μέρος του σχεδιασμού του έργου και όχι ως μια εκ των υστέρων εικαστική παρέμβαση, επισημαίνει ερευνητής και σύμβουλος για τη σύγχρονη τέχνη.
Τον παλμό και την πρόκληση της νέας εποχής που επανενώνει την αρχιτεκτονική με τις εικαστικές τέχνες περιγράφει στο Architect ο Γιώργος Αρμάος, ερευνητής και σύμβουλος για τη σύγχρονη τέχνη, παρατηρώντας ωστόσο πως δεν πρόκειται τόσο για μια απλή συνεργασία των δύο μορφών τέχνης, αλλά για μια εκ βαθέων σύγκλιση των εικαστικών με τους αρχιτέκτονες από τα πρώτα στάδια του έργου. Παράλληλα, περιγράφει το πώς οι αστικές αναπλάσεις στην Ελλάδα θα μπορούσαν να εμπνευστούν από τα «πάρκα γλυπτικής».
Ένα από τα θέματα που έχετε επισημάνει είναι η αναγκαιότητα αναβίωσης της σχέσης εικαστικών και αρχιτεκτονικής. Μα, δεν είναι αλληλένδετη η συνύπαρξη αυτών των δύο μορφών τέχνης; Τι έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου;
Η έρευνα που ξεκίνησα το 2010 για τα πάρκα γλυπτικής/πεδία τέχνης και στη συνέχεια για τη σχέση τέχνης και αρχιτεκτονικής, με οδήγησε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα τα οποία θεώρησα χρήσιμο να μοιραστώ με το κοινό του ΕΣΩ.
Κάνοντας μία αναδρομή στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρατηρεί κανείς ότι η αρχιτεκτονική και οι εικαστικές τέχνες υπήρξαν όντως αλληλένδετες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, έως ότου συντελέστηκε μια ρήξη ανάμεσα στις δύο που διαρκεί ακόμα. Η ρήξη οφειλόταν σε ποικίλους παράγοντες που σχετίζονταν είτε με τάσεις στους ίδιους τους χώρους των τεχνών, είτε με άλλους που ανάγονταν στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνιολογία κ.λπ. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε έναν ολόκληρο αιώνα απομόνωσης των τεχνών και ελαχιστοποίησης των συνεργειών ανάμεσα στα διαφορετικά πεδία.
Το επόμενο συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκα μέσα από τη προσωπική μου εμπειρία, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα ταξίδια, τα αναγνώσματα, τις συνεργασίες αλλά και τις επαγγελματικές μου επιδιώξεις, είναι ότι οδεύουμε σε μια εποχή η οποία χαρακτηρίζεται από μία νέα σύγκλιση μεταξύ αρχιτεκτονικής και εικαστικών τεχνών. Αυτή η ώσμωση αποτελεί το καινούργιο zeitgeist. Αυτό που έχει ενδιαφέρον σήμερα είναι ότι το νέο αυτό πνεύμα της εποχής δεν το συναντά κανείς αποκλειστικά και μόνο στα μεγάλα παραδοσιακά κέντρα. Διάγουμε μία περίοδο πολυκεντρισμού, κατά την οποία αυτές οι νέες τάσεις μπορούν να ανιχνευθούν σε διαφορετικά σημεία του κόσμου και οι περισσότεροι να νιώσουν μέρος της αλλαγής που συντελείται.
Το ερώτημα που πλέον καλούμαστε να απαντήσουμε ανεξαρτήτως της γεωγραφίας είναι, όχι το εάν, αλλά το πώς, το γιατί και το με ποιους θα υλοποιηθεί η σύγκλιση. Αυτό που προσπαθώ να εκφράσω είναι ότι δημιουργείται όλο και πιο έντονα η ανάγκη για γόνιμες συνεργασίες και πρέπει να εξετάσουμε τους όρους και τις συνθήκες που θα επιτρέψουν την υλοποίησή τους. Αυτές είναι ήδη εμφανείς στον χώρο της μόδας και τη σχέση της με τα εικαστικά. Προς το παρόν, οι συνέργειες μοιάζουν να είναι λιγότερες στον χώρο της αρχιτεκτονικής γιατί οι χρόνοι υλοποίησης είναι διαφορετικοί. Αυτή είναι όμως η πρόκληση στην οποία οφείλουμε να ανταποκριθούμε.
Παράλληλα όμως δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος το κτίσμα να χάσει τη λειτουργικότητά του αν επικεντρωθούμε περισσότερο στο φαίνεσθαι και την εικόνα;
Πάνω ακριβώς σε αυτό το επιχείρημα του «Form follows function» εδράστηκε το μοντερνιστικό διαζύγιο μεταξύ των εικαστικών και της αρχιτεκτονικής. Όμως κανένας από τους δύο τομείς δεν έχει πάψει να επαναπροσδιορίζεται. Το τι είναι ένα έργο τέχνης διαμορφώνεται από τον καλλιτέχνη, όπως αντίστοιχα η ίδια ερώτηση μπορεί να τεθεί και για ένα κτίριο. Ο «καλλωπισμός» ενός οικοδομήματος από έναν καλλιτέχνη δεν συνεπάγεται απαραίτητα την απώλεια της λειτουργικότητάς του. Το μωσαϊκό πάτωμα που συνέθεσε ο Rashid Johnson για το εστιατόριο Mount St. της Hauser and Wirth στο Λονδίνο δεν επηρέασε την υπόσταση του πατώματος, ούτε άλλαξε τη χρήση του ως τέτοιου. Η επένδυση των τοίχων ενός χώρου υποδοχής στο παλάτι της Κοπεγχάγης με ταπισερί από την εικαστικό Miriam Backstrom δεν αναίρεσε τη λειτουργία των τοίχων. Ο σχεδιασμός της οροφής του αίθριου στο καινούργιο Buffalo AKG Museum από τον Olafur Eliasson δεν αναίρεσε τη λειτουργικότητα της οροφής.
Θα μπορούσε κανείς να φέρει πολλά αντίστοιχα παραδείγματα, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τη μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική τύπου Guggenheim Bilbao, που επικεντρώθηκε στο φαίνεσθαι και την εικόνα του κτιρίου εις βάρος του περιεχομένου της συλλογής έργων τέχνης που αρχικά δεν υπήρχε και έπρεπε να δημιουργηθεί. Το ζήτημα της λειτουργικότητας όμως -καλώς ή κακώς- προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τον εκάστοτε παραγγελιοδότη. Όταν για παράδειγμα η Google μετέφερε τα γραφεία της στο κεντρικό Λονδίνο και αποφάσισε να εγκαταστήσει ένα γήπεδο μπάσκετ ύψους τριών ορόφων στο κέντρο του κτιρίου «θυσιάζοντας» τα πατώματα, σίγουρα συμβιβάστηκε ως προς τη συνολική λειτουργικότητα. Σε αυτό είχε λόγο ο παραγγελιοδότης. Σίγουρα πάντως η αρχιτεκτονική θα πρέπει να είναι λειτουργική.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα υλοποιημένων έργων που δείχνουν μια αλλαγή πλεύσης όσον αφορά τις σχέσεις των εικαστικών και της αρχιτεκτονικής;
Ανέφερα ήδη τρία. Σημαντικά σε μέγεθος και απήχηση παραδείγματα -που ανέφερα στην ομιλία μου- είναι αυτά της Όπερας του Όσλο (Shonhetta, 2008), του Bird’s Nest σταδίου στο Πεκίνο (Herzog and de Meuron σε συνερασία με τον Ai Weiwei, 2008), αλλά και το Superkillen στην Κοπεγχάγη που υλοποιήθηκε από τους BIG, Topotek1 και Superflex (2012). Πρόκειται για έναν δημόσιο χώρο-πλατεία και παιδική χαρά, σχεδιασμένο συνεργατικά από καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και αρχιτέκτονες τοπίου. Η καλλιτεχνική κολεκτίβα Superflex ετοιμάζει ένα επόμενο αντίστοιχο έργο στη Sharjah, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η αλλαγή πλεύσης συνίσταται στο ότι οι καλλιτέχνες κλήθηκαν εξαρχής να συμμετάσχουν ως αναπόσπαστο μέρος του σχεδιασμού του έργου και όχι ως μια εκ των υστέρων εικαστική παρέμβαση. Υπάρχει τεράστια ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε έναν σταθμό του μετρό όπως αυτός που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Oscar Tusquets Blanca για τη στάση Τολέδο στην Νάπολη σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες Robert Wilson και William Kentridge, ή τα έργα που βρίσκει κανείς στους σταθμούς της Στοκχόλμης και του Όσλο, σε σχέση το μετρό της Αθήνας, όπου η τέχνη προσπάθησε να χωρέσει, συμβιβαζόμενη σε ένα ήδη προαποφασισμένο σχεδιασμό. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε τις καλές προθέσεις, δεν σημαίνει ότι τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα δεν θα πρέπει να μας κινητοποιούν, να θέτουν τον πήχη ψηλά και να δημιουργούν την επιθυμία για το βέλτιστο.
Μια ακόμη αγαπημένη σας θεματική είναι τα «πάρκα γλυπτικής». Ποια είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους;
Κύριο ιδιαίτερο γνώρισμά τους είναι η διαφορετικότητά τους, και ως εκ τούτου το πόσο δύσκολη είναι η μεταξύ τους σύγκριση. Πρέπει κανείς να ταξιδέψει πολύ μακριά για να ανακαλύψει κάποιες ομοιότητες. Για παράδειγμα, το Gibbs Farm στη Νέα Ζηλανδία και το Yorkshire Sculpture Park στην Αγγλία έχουν, ίσως, ως κοινό χαρακτηριστικό ότι και τα δύο αποτελούν φάρμες με ζώα, στο τοπίο των οποίων φιλοξενούνται τα γλυπτά. Το Benesse Art Site στη Νότια Ιαπωνία και το Inhotim στην Βραζιλία μοιράζονται τη δυσκολία προσβασιμότητας, αλλά και το γεγονός ότι η φύση συνδιαλέγεται με κορυφαία παραδείγματα αρχιτεκτονικής που ενσωματώνουν σημαντικά δείγματα της μοντέρνας και σύγχρονης γλυπτικής και εγκαταστάσεων.
Το Chateau La Coste στην νότια Γαλλία και το Museum of Old and New Art στην Αυστραλία ξεκίνησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν ως αμπελώνες και οινοποιεία, το πρώτο συλλέγοντας και παρουσιάζοντας αρχιτεκτονικά pavilion και γλυπτική, και το δεύτερο εντάσσοντας απαιτητικές στην υλοποίησή τους μόνιμες εικαστικές εγκαταστάσεις. Και τα δύο έχουν επεκτείνει τη δραστηριότητά τους στην φιλοξενία και την εστίαση υψηλού επιπέδου. Τα παραπάνω, όπως και τα Judd Foundation και Chinati Foundation, έχουν μεταβάλει ριζικά τις οικονομίες των γεωγραφικών περιοχών στις οποίες βρίσκονται.
Κατά τα τελευταία δεκατρία χρόνια που επισκέπτομαι και μελετώ «πάρκα γλυπτικής/πεδία τέχνης», μπορώ να καταθέσω ότι ως επιτυχημένα μοντέλα θεωρώ ελάχιστα παραδείγματα και αυτά είναι μετρήσιμα στα δάχτυλα των δύο χεριών. Η επιτυχία τους συνίσταται: στο υψηλό όραμα, στη διάθεση σημαντικών οικονομικών πόρων και ανθρωπίνου δυναμικού, στη συνεχή υπομονή και στη διαρκή επιμονή στον στόχο. Επίσης σημαντικοί παράγοντες είναι η αισθητική καλλιέργεια και η συστηματική γνώση της σύγχρονης τέχνης από τις επαγγελματικές ομάδες που εργάζονται πάνω στο έργο. Τα εξέχοντα «πάρκα γλυπτικής/πεδία τέχνης» είναι σαν τους κήπους. Δεν είναι δυνατόν να φυτέψεις κάτι και να περιμένεις ότι θα ανθοφορήσει μόνο του σε έναν χρόνο. Θέλουν συνεχή φροντίδα και επένδυση.
Με αφορμή το κύμα αστικών αναπλάσεων που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα, πιστεύετε ότι πλησιάζουμε στην ιδέα των «πάρκων γλυπτικής»;
Και ναι και όχι. Θα με ικανοποιούσε πολύ να έβλεπα την ιδέα των «πάρκων γλυπτικής/πεδίων τέχνης» να ευδοκιμεί στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, όμως, το ζήτημα δεν είναι η δημιουργία ενός ή περισσοτέρων πάρκων γλυπτικής. Μεγαλύτερη σημασία για εμένα έχει ο τρόπος με τον οποίο η σύγχρονη τέχνη μπορεί να απεγκλωβιστεί από το πλαίσιο του εργαστηρίου, της γκαλερί, του μουσείου και να εισέλθει στον δημόσιο χώρο, όχι τόσο ως αντικείμενο, αλλά κυρίως μορφοπλαστικά. Ένα πάρκο γλυπτικής/πεδίο τέχνης θα ήταν σημαντικός πόλος έλξης, το ερώτημα όμως είναι τι συμβαίνει με την υπόλοιπη πόλη. Η αισθητική παραμέληση του δημόσιου χώρου στην Αθήνα είναι γεγονός, και η αναβάθμισή του θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα. Εκεί νομίζω ότι θα μπορούσε να υπάρχει και η ουσιαστικότερη συμβολή. Όχι απαραίτητα με τη μορφή της δημόσιας «γλυπτικής» των ανδριάντων του 19ου και εν μέρει του 20ού αιώνα που έχουμε συνηθίσει και δεν σημαίνει τίποτα για τους περισσότερους από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης. Αυτό που πλησιάζει περισσότερο σε αυτό που αντιλαμβάνομαι ως ιδανική σύγχρονη γλυπτική, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Δημήτρης Πικιώνης αναδιαμόρφωσε τον λόφο του Φιλοπάππου με τους φοιτητές του και τοπικούς λιθοδόμους. Ή ο τρόπος με τον οποίο η Νέλλα Γκόλαντα πραγματοποίησε τη γλυπτική παρέμβαση-θέατρο στο λατομείο της Αιξωνής στην Γλυφάδα.
Ο νόμος έχει προβλέψει τη δημιουργία ενός πάρκου γλυπτικής στο Μητροπολιτικό Πάρκο στο The Ellinikon. Αν όμως απλά «φυτέψουμε» παρακείμενα στα δέντρα γλυπτά, αυτό θα οδηγήσει πιθανότητα σε ένα αποτυχημένο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η προσέγγιση θα πρέπει να είναι διαφορετική, καλώντας εξαρχής καλλιτέχνες να συνεργαστούν με τους πολεοδόμους, τους αρχιτέκτονες και τους αρχιτέκτονες τοπίου στον σχεδιασμό και την ενσωμάτωση των εικαστικών στον περιβάλλοντα χώρο.
Την ίδια κατεύθυνση κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στον δημόσιο χώρο, όπως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που χρηματοδοτεί το παραλιακό μέτωπο μπροστά από το ΚΠΙΣΝ, αλλά και το Ίδρυμα Ωνάση που προσπαθεί να ενεργοποιήσει μία νέα διάσταση του Πεδίου του Άρεως με τις περιοδικές εκθέσεις που πραγματοποιεί τα τελευταία χρόνια στο πάρκο. Τόσο σε αυτά, όσο και στους νέους σταθμούς του μετρό και τις εικαστικές απόπειρες του Δήμου Αθηναίων ή άλλων δήμων της χώρας θα πρέπει να υπάρξει μια αντίστοιχη πολιτιστική στρατηγική σε ό,τι αφορά τις αστικές αναπλάσεις.