Ο Γιώργης Γερόλυμπος, ο φωτογράφος που απαθανάτισε το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αλλά και το νέο Μουσείο του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι, μιλάει στο Architect για την τέχνη του, την αντίληψη του χρόνου στο έργο του και όσα τον καθόρισαν.

Κατ’ αρχάς, τι σημαίνει για εσάς φωτογραφία τοπίου; Αν μπορούσατε έπειτα από τόσα χρόνια σταδιοδρομίας να δώσετε έναν ορισμό, ποιος θα ήταν αυτός;

Σε αυτό το θέμα είμαστε πολύ τυχεροί καθώς ο ωραιότερος ορισμός για το τι είναι η φωτογραφία τοπίου έχει δοθεί από έναν πολύ ευφυέστερο και πολύ σημαντικότερο φωτογράφο τοπίου, τον περίφημο Robert Adams που περιέγραψε αυτό που κάνουμε ως εξής: «η φωτογραφία τοπίου φέρει τρεις ποιότητες: γεωγραφία, αυτοβιογραφία και μεταφορά. Αυτό που ο φωτογράφος τοπίου προσπαθεί διαρκώς να κάνει είναι να φέρει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σε μια εικόνα. Για να ισορροπήσει μια φωτογραφία χρειάζεται ο θεατής να διαβάσει σε αυτήν τα ίχνη του παρελθόντος, τα νέα της ημέρας και την πρόβλεψη αυτού που έρχεται». Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερες λέξεις.

Και αν έπρεπε να απαριθμήσετε τις τεχνοτροπίες που σας έχουν επηρεάσει και χαρακτηρίζουν το έργο σας, ποιες θα ήταν αυτές;

Δεν είναι πολλές, πρωτίστως είναι μία: ακολουθώ το κίνημα New Topographics που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η έκθεση δέκα φωτογράφων στο Rochester, ανάμεσα στους οποίους και ο Adams, επηρέασε τον τρόπο που προσεγγίζω το τοπίο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στρέφοντας το ενδιαφέρον μου στο καθημερινό, περίπλοκο τοπίο όπου η ανθρώπινη επέμβαση συνυπάρχει με τη φύση, το ανθρώπινο ίχνος εντάσσεται στο φυσικό τοπίο δημιουργώντας μια διαλεκτική σχέση. Η συνειδητοποίηση αυτή με απομάκρυνε από την έκφραση ενός στείρου καταγγελτικού λόγου ωθώντας με στην προσπάθεια διατύπωσης συνθετικής πρότασης.

Έχετε φωτογραφίσει κάθε είδους αρχιτεκτονικό κτίριο, από δημόσια και επαγγελματικής χρήσης έως κατοικίες και χώρους πολιτισμού. Πόσο καθοριστικός είναι για εσάς ο αντίκτυπος της φωτογράφισης στην αρχιτεκτονική;

Στο σημαντικό βιβλίο Architecture transformed ο συγγραφέας και φωτογράφος αρχιτεκτονικής Chervin Robinson ξεκινά το κείμενό του σημειώνοντας ότι για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της η φωτογραφία υπήρξε ο σιωπηλός συνοδοιπόρος της αρχιτεκτονικής δείχνοντάς την σε ολόκληρο τον κόσμο και παραμένοντας η ίδια στην αφάνεια. Η συνθήκη αυτή έχει πλέον αλλάξει, σήμερα η φωτογραφία αναγνωρίζεται ως εργαλείο καθοριστικής σημασίας για τη διάδοση της αρχιτεκτονικής, σε σημείο μάλιστα που να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κάποιες φορές περνάμε στο άλλο άκρο: από την ανωνυμία του παρελθόντος, περνάμε στην αρχιτεκτονική που γίνεται απλώς και μόνο για να φωτογραφηθεί, κτίρια υπέροχα για την εικόνα που θα φέρουν στις δημοσιεύσεις που θα ακολουθήσουν και ταυτόχρονα αβίωτα για τον κάτοικο τους.
Στις δημιουργίες σας όση έμφαση δίνετε στο τελικό αποτέλεσμα άλλη τόση αποδίδετε και στη διαδικασία κατασκευής του έργου. Θα τολμούσα να πω ότι αποτυπώνετε με τον φακό ένα ταξίδι στον χρόνο.

Τι έννοια αποκτά λοιπόν για τον φωτογράφο η έννοια του χρόνου και πώς επηρεάζει το αποτέλεσμα;

Η έννοια του χρόνου είναι εξ ορισμού άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φωτογραφική τέχνη καθώς ευθύς εξαρχής η λήψη μιας φωτογραφίας καθιστά τον χρόνο διαρκή, «απαθανατίζει» τη στιγμή καθιστώντας την αθάνατη. Χρησιμοποιώντας, ως εκ τούτου, την παραπάνω συνθήκη ως μεταφορά θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η φωτογραφία ενός έργου, ενός κτιρίου ή ενός τόπου, παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία σε όλες ανεξαιρέτως τις στιγμές του, τόσο με την τελική και ολοκληρωμένη μορφή του όσο και κατά τη διάρκεια των ενδιάμεσων φάσεων της διαμόρφωσής του.

Ακόμα περισσότερο, θα πρότεινα ότι οι φωτογραφίες των εφήμερων σταδίων μιας κατασκευής παρουσιάζουν ακόμα μεγαλύτερη φωτογραφική πρόσκληση για αρκετούς λόγους με σημαντικότερο εξ αυτών το γεγονός ότι προσφέρουν μια σπάνια ευκαιρία στη φωτογραφία να επιστρέψει στην αρχιτεκτονική το «δάνειο» που της δόθηκε πλήρως εξοφλημένο, και με αυτό εννοώ το εξής: η αρχιτεκτονική δανείζει στη φωτογραφία το θέμα της, την επίσημη μορφή του τελικού κτιρίου, που μέσω της εικόνας της θα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο με τη μορφή δημοσιεύσεων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, φτάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε πολύ περισσότερους αναγνώστες και θεατές από εκείνους που θα το επισκεφθούν με τη φυσική τους παρουσία. Η φωτογραφική καταγραφή των ενδιάμεσων φάσεων, στιγμών που θα χαθούν στη λήθη με την τελική ολοκλήρωσή του, επιστρέφει στην αρχιτεκτονική τη διατήρηση στη μνήμη των εφήμερων ενδιάμεσων τοπίων που δημιουργήθηκαν πρόσκαιρα κατά την κατασκευή μετατρέποντας τα τελευταία σε αυτόνομα έργα που έχουν τη δική τους σημασία και στιγμή στον χρόνο.

Πέρα όμως από το κτίριο και το κάθε αρχιτεκτόνημα, πού βρίσκεται ο άνθρωπος; Είχατε αναφέρει παλιότερα ότι θέλετε να αποτυπώνετε το «ανθρωποποιημένο» τοπίο. Μιλήστε μας για αυτό.

Και σε αυτή την περίπτωση η απάντηση για το ποια είναι η θέση του ανθρώπου έχει δοθεί, ο άνθρωπος είναι μέτρο των πάντων, τόσο κυριολεκτικά ως παρουσία ανθρώπινης κλίμακας όσο και μεταφορικά ως παράγοντας καθορισμού των εννοιών της σχετικότητας και του υποκειμενισμού ως προς το τι προσεγγίζουμε ως αλήθεια. Ξεκινώντας από την κυριολεξία, λοιπόν, και πλησιάζοντας τη μεταφορά το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στη σχέση μεταξύ φύσης και ανθρώπινης επέμβασης, όπως αυτή εντοπίζεται στη σύγχρονη τοπιογραφία. Φωτογραφίζω συστηματικά «ενδιάμεσα» τοπία, τμήματα του περιβάλλοντος που βρίσκονται σε διαρκή μεταβολή λόγω της ανθρώπινης εκμετάλευσης της γης.

Επιλέγω συνειδητά να φωτογραφίσω το «ανθρωποποιημένο» τοπίο (ελεύθερη μετάφραση από το αγγλικό humanscape σε αντιδιαστολή με το landscape) όχι μόνο λόγω της εμφανούς παρουσίας έντονων κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών που εγγράφονται επάνω του αλλά κυρίως λόγω της σημασίας αυτού του είδους τοπιογραφίας στη σύγχρονη αναπαράσταση και φωτογραφική πρακτική. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, είναι η αναζήτηση των παραμέτρων και επιπτώσεων της διαρκώς μεταβαλόμενης ανθρώπινης αποτίμησης του τοπίου όπως αυτή παρουσιάζεται στην σύγχρονη τοπιογραφία αλλά και ο μηχανισμός κατασκευής ταυτότητας μέσω του βιωμένου χώρου. Ένα ζήτημα, για παράδειγμα, που με ενδιαφέρει σε μεγάλο βαθμό είναι πώς βλέπουμε το περιβάλλον που έχουμε επιλέξει να ζούμε. Ειδικά στη δική μας χώρα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχουμε επιλέξει συνειδητά να ζούμε στα μεγάλα αστικά κέντρα τα οποία και οι ίδιοι συν-διαμορφώνουμε με τη ζωή και τις επιλογές μας και ταυτόχρονα συστηματικά υποτιμούμε. Θεωρώ ότι μια πιο προσεκτική θέαση του κτισμένου περιβάλλοντός μας και των ποιοτήτων που αυτό έφερε ιστορικά και κοινωνικά στους κατοίκους αυτής της χώρας θα μας οδηγούσε σε μεγαλύτερη εκτίμηση τόσο αυτού όσο και του ίδιου μας του εαυτού.

Αναμφισβήτητα, η φωτογράφιση του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι είναι μεγάλη τιμή για έναν φωτογράφο. Τι έχετε να μοιραστείτε μαζί μας από αυτή την εμπειρία;

Οφείλω να παραδεχθώ ότι υπήρξε η πλέον τιμητική πρόσκληση που έχω λάβει ποτέ ως επαγγελματίας, το να σου αναθέτει το Μουσείο του Λούβρου τη φωτογράφιση του κτιρίου του Atelier Jean Nouvel για το επίσημο βιβλίο του μουσείου, είναι τιμή αλλά και μεγάλη ευθύνη, το μέγεθος και βάθος των οποίων δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες γραμμές. Η εμπειρία της συνεργασίας αυτής συνέπεσε με την πανδημία, ως εκ τούτου, το πρώτο στάδιο των επικοινωνιών διήρκεσε πολύ, περισσότερο από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων τόσο εγώ όσο και άλλοι συνάδελφοι από την Ευρώπη, τη Γαλλία, την Ελβετία και την Ολλανδία συμμετείχαμε σε διαρκείς συζητήσεις και ελέγχους μέχρι να αποφασιστεί ποιος εξ ημών θα αποτελέσει την τελική επιλογή. Όταν μου ανακοινώθηκε ότι θα είμαι ο επίσημος φωτογράφος του Μουσείου του Λούβρου, η χαρά και περηφάνια αναμείχθηκε με την αίσθηση ευθύνης: πώς αντιμετωπίζεις ένα έργο τέτοιας σημασίας και κύρους; Η απάντηση, για άλλη μια φορά, ήρθε από το διάβασμα. Προετοιμάστηκα αρκετά, επισκέφθηκα και πάλι τα αναγνώσματα και τα βιβλία μου, και κατέληξα πριν προσγειωθώ στα Εμιράτα στην προσέγγιση που θα ακολουθούσα: θα άφηνα το κτίριο να λάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και θα ακολουθούσα την κατεύθυνση που θα μου υποδείκνυε, με λίγα λόγια περισσότερο Jean Nouvel, λιγότερο εγώ.

Είναι όμως αυτό το έργο που σας καθόρισε περισσότερο;

Σε διεθνές επίπεδο σαφώς είναι ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμο αλλά, παρά ταύτα, θεωρώ ότι το σημαντικότερο έργο τόσο στην επαγγελματική όσο και την προσωπική μου εξέλιξη υπήρξε αναμφίβολα η φωτογραφική παρακολούθηση του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που σχεδιάστηκε από τον μεγάλο Ιταλό αρχιτέκτονα Renzo Piano, ένα έργο που απαίτησε μία δεκαετία από τη ζωή μου. Η πρώτη φωτογραφία τραβήχτηκε τον Ιούνιο του 2007 και έκτοτε το φωτογράφισα ημέρες και νύχτες, χειμώνες και καλοκαίρια, με κρύο και με καύσωνα, μόνος ή μέσα σε πλήθος εργατών ως την ολοκλήρωση και παράδοσή του στο ελληνικό κράτος το 2017.

Περισσότερες από 7.500 φωτογραφίες παραδόθηκαν ως επιλογή από τις δεκαπλάσιες, σχεδόν, που είχαν ληφθεί όλα αυτά τα χρόνια για την εκπλήρωση κάθε σκοπού ενημέρωσης και προετοιμασίας του κοινού για την έλευση στην πόλη αυτού του σημαντικού έργου. Από όλες τις εικόνες που έχουν ληφθεί, μία αυτόνομη ενότητα ξεχωρίζει: οι φωτογραφίες «κατόψεων» της κατασκευής του Κέντρου Πολιτισμού, εικόνες που δημιουργήθηκαν κατά τις εναέριες περιφορές στην άκρη των πυργογερανών του εργοταξίου και θα υποστήριζα ότι οι τελευταίες αποτελούν την πλέον χαρακτηριστική αποτύπωση των διαρκώς μεταβαλλόμενων όψεων του τοπίου όσο και την πλέον περιεκτική ανταπόκριση στην πολυπλοκότητα του μεγάλου αυτού έργου, καθιστώντας ευνόητη την επιλογή να συμπεριληφθούν στο βιβλίο που προέκυψε Orthographs από τον εκδοτικό οίκο Yale University Press εικόνες αποκλειστικά από το εν λόγω σώμα φωτογραφιών.

Η θέαση του εργοταξίου από ψηλά, σε κάτοψη, υπήρξε για μένα τόσο αποκάλυψη όσο και ανακούφιση: αποκάλυψη γιατί το θέαμα συνεπήρε το βλέμμα του φωτογράφου μέσα μου, δίνοντάς του μοναδικές εικόνες· και ανακούφιση γιατί η ταξινόμηση του χώρου μέσω της κάτοψης οργάνωσε αντίστοιχα τα πάντα στη σκέψη του αρχιτέκτονα. Ξαφνικά όλα πήραν τη θέση τους και η κεντρική ιδέα της προσέγγισης έγινε ξεκάθαρη: καταγραφή και ερμηνεία των εν εξελίξει τοπίων του εργοταξίου σε μορφή κάτοψης με φωτογραφίες που ακολουθούσαν το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο και συγχρόνως αποτυπώνονταν με φωτογραφική γλώσσα.

Νιώσατε ποτέ πως έπρεπε να σπάσετε κάποια «στεγανά» και πώς ξεπεράσατε αγκυλώσεις του καλλιτεχνικού κόσμου;

Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί μια τέτοια ερώτηση καθώς μπαίνει κανείς ταυτόχρονα στη θέση τόσο του κριτή όσο και του κρινόμενου, συνθήκη αδύνατη. Αντίθετα, θα πρότεινα ότι θα ήταν βοηθητικό να προσεγγίσει κανείς ένα τέτοιο ερώτημα ως μια συνεχή προσπάθεια: επί πολλά χρόνια ασχολήθηκα και συνεχίζω να ασχολούμαι με το καθημερινό, ευτελές τοπίο (στην αγγλική γλώσσα περιγράφεται με μεγαλύτερη σαφήνεια ως vernacular). Aν μπορώ να ισχυρισθώ ότι έχω επιμείνει σε κάτι είναι η αναγνώριση αυτού ως ισότιμο, ενδιαφέρον θέμα προς συζήτηση που χρήζει μεγαλύτερης προσοχής.

Η εικαστική αποτίμηση και ερμηνεία ενός εργοταξίου, ενός τόπου σε μετάβαση ή καλύτερα ενός «ενδιάμεσου» τοπίου δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική εικονογράφηση αλλά, στη δική μου τουλάχιστον σκέψη, ένα εξαιρετικής πολυπλοκότητας και δυσκολίας συνθετικό ζήτημα. Αν, ένα πράγμα, προσπάθησα να συνεισφέρω στην εικαστική συζήτηση, θεωρώ ότι αυτό θα ήταν η πρόσθεση και της δικής μου φωνής σε αυτές όλων όσοι προηγήθηκαν για την ποιοτική αποτίμηση του ευτελούς, το να αναζητά κανείς και να αναγνωρίζει την ομορφιά στο καθημερινό, ή αλλιώς να προσπαθεί κανείς να βρει τα πάντα στο τίποτα.