Κομβικής σημασίας η συνεργασία αρχιτέκτονα και lighting designer Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φωτισμού ενός μουσειακού-εκθεσιακού χώρου. Οι δυσκολίες και πώς ξεπεράστηκαν σε δύο μουσεία που ξεχωρίζουν για τον φωτισμό τους.

Ο φωτισμός ενός οποιουδήποτε εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου, αν λάβουμε υπόψη τις κατηγορίες και τα επίπεδα φωτισμού που ισχύουν, είναι μια διαδικασία που απαιτεί προσοχή στην επιλογή της κατάλληλης λύσης ανάλογα με τις ανάγκες και τις προϋποθέσεις που υφίστανται. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να συνειδητοποιήσουμε πόσο πιο σύνθετη και περίπλοκη μπορεί να αποβεί η μελέτη φωτισμού για ένα μουσείο, δηλαδή για έναν χώρο που επισκέπτονται σε καθημερινή βάση πολλοί άνθρωποι προκειμένου να παρατηρήσουν εκθέματα και πίνακες με λεπτομέρεια και σε πληθώρα χρωματικών επιλογών.

Οι τεχνικές προϋποθέσεις
Αν θέλουμε να αντιληφθούμε περισσότερο την πολυπλοκότητα του φωτισμού σε έναν μουσειακό χώρο, αρκεί να σκεφτούμε πως σε περίπτωση φωτισμού πινάκων, οφείλει ο αρχιτέκτονας να λάβει υπόψη του το είδος του πίνακα αλλά και το οπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκεται. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, χρησιμοποιούνται δύο τεχνικές, εκ των οποίων η πρώτη επικεντρώνεται στον πίνακα και η δεύτερη συνυπολογίζει την επιφάνεια του τοίχου στον οποίο θα αναρτηθεί ο πίνακας. Σε αυτά, ο αρχιτέκτονας και ο lighting designer οφείλουν να σκεφτούν και τη θέση του θεατή που θα παρατηρεί τον πίνακα.

Στην περίπτωση των προθηκών, οι προϋποθέσεις διαφοροποιούνται αισθητά. Στις προθήκες που θα φωτιστούν εξωτερικά, θα πρέπει να τοποθετηθούν φωτιστικά που δεν θα προκαλούν σκιάσεις και αντανακλάσεις στη γυάλινη επιφάνειά τους. Αν πάλι πρόκειται για προθήκες που θα φωτιστούν εσωτερικά, θα πρέπει να επιλεγούν φωτιστικά από τα οποία θα αποφεύγεται η εκπομπή υπεριώδους ακτινοβολίας, αλλά και τα απαραίτητα φίλτρα προς αυτόν τον σκοπό.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Πάνος Τζώνος, με πολύχρονη εμπειρία σε κτιριολογικά ζητήματα έργων πολιτισμού, «από τη μία πλευρά βρίσκονται όλες οι τεχνικές πλευρές του ζητήματος: στάθμη φωτισμού σε σχέση με προληπτική συντήρηση, θερμοκρασία χρώματος, δείκτης χρωματικής απόδοσης, φωτιστικά σώματα με όλες τις δυνατές ρυθμίσεις έντασης, γωνίας δέσμης, διάχυσης ή συγκέντρωσης δέσμης κ.ο.κ. Αυτά είναι τα εύκολα στοιχεία τεχνογνωσίας, αλλά απαραίτητα για τη σύνθεση του αποτελέσματος (όπως ακριβώς και στη μουσική ή τη ζωγραφική)».

Πάνος Τζώνος, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

Όλα εξαρτώνται από την ικανότητα του αρχιτέκτονα
Οι τεχνικές πτυχές όμως του φωτισμού ενός μουσειακού χώρου δεν είναι οι μόνες δυσκολίες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο αρχιτέκτονας, καθώς θα πρέπει να συνδυάσει όλες αυτές τις πλευρές με έναν τρόπο που να αποδίδει το εκθεσειακό βίωμα και να γίνεται εύκολα κατανοητό το μουσειακό νόημα στην ολότητά του. «Από την άλλη πλευρά βρίσκεται όλη η τέχνη και δεξιότητα για τον συνδυασμένο χειρισμό όλων αυτών στη σύνθεση ενός επιδιωκόμενου γνωστικού/εικαστικού/βιωματικού εκθεσιακού αποτελέσματος. Ενός αποτελέσματος που αναδεικνύει και ερμηνεύει αντιληπτικά το μουσειολογικό νόημα, το μήνυμα που η έκθεση θέλει να περάσει στον επισκέπτη. Ο συνδυασμός αυτός συλλειτουργεί με τα χαρακτηριστικά του κτιριακού κελύφους και του εκθεσιακού εξοπλισμού: Πιθανός συνδυασμός με φυσικό φως, χρώμα, υφή και ανακλαστικότητα δαπέδων, τοίχων και στοιχείων εξοπλισμού κ.ο.κ. Η επίτευξη μιας προσομοίωσης του τελικού αποτελέσματος ατελώς μόνο μπορεί να επιτευχθεί με τεχνικά μέσα, βασίζεται κυρίως στην ικανότητα και την εμπειρία του αρχιτέκτονα», όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο κ. Τζώνος.

Το αν, λοιπόν, ο φωτισμός ενός μουσείου θα εκπληρώσει τον σκοπό του εξαρτάται από την προνοητικότητα και επιδεξιότητα του αρχιτέκτονα, καθώς και από τη συνεργασία του με έναν lighting designer με τον οποίο θα μοιράζονται το ίδιο όραμα. Ή σύμφωνα με τα λόγια του κ. Τζώνου: «Ο αρχιτέκτονας ενός μουσείου οφείλει ήδη από τη σύλληψη της αρχιτεκτονική κεντρικής ιδέας να έχει επαρκή γνώση για τη συνεκτίμηση του επιθυμητού φωτιστικού αποτελέσματος – σε κατοπινό στάδιο μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία ενός φωτοτεχνικού για τους απαραίτητους ελέγχους. Αλλιώς καλό θα είναι από την αρχή να συνεργαστεί με κάποιον εξειδικευμένο lighting designer, ο οποίος θα πρέπει βέβαια να είναι κοινωνός του αρχιτεκτονικού οράματος».

Το Architect, για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, συνομίλησε με τα αρχιτεκτονικά γραφεία που ανέλαβαν τις αρχιτεκτονικές μελέτες δύο σημαντικών πρόσφατων μουσείων. Η Βάσια Στυλιανίδη, αρχιτέκτων του 3SK Stylianidis Architects, και ο Γιάννης Κίζης, αρχιτέκτων του Kizi Studio και ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, μιλούν στο περιοδικό για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στον φωτισμό του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) και του Μουσείου Αργυροχοΐας Ιωαννίνων, αντίστοιχα.

Ο φωτισμός των μουσείων στην πράξη – Εμπόδια και λύσεις

Η Βάσια Στυλιανίδη, 3SK Stylianidis Architects

Διάχυτος και κατευθυντικός φωτισμός στο ΕΜΣΤ
Στην περίπτωση του φωτισμού στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οι αρχιτέκτονες έπρεπε να λάβουν υπόψη τους δύο κριτήρια. «Το πρώτο ήταν η επίτευξη φωτισμού κατάλληλου για τον χαρακτήρα των χώρων αλλά και των έργων που θα εκθέτονταν. Το δεύτερο κριτήριο ήταν ο προσεκτικός έλεγχος του φωτισμού ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος καταστροφής υλικών που είναι ευαίσθητα στη φωτεινή ακτινοβολία», όπως εξηγεί η κυρία Στυλιανίδη. Επίσης, συνεχίζει η ίδια, έπρεπε να λάβουν υπόψη τους παράγοντες όπως η συντήρηση των εκθεμάτων, o δείκτης χρωματικής απόδοσης των πηγών φωτισμού, η χρωματική θερμοκρασία των ίδιων των πηγών φωτισμού, η ομοιομορφία και η έμφαση, οι ειδικές ανάγκες φωτισμού και οι γενικές ανάγκες φωτισμού των χώρων, η συντήρηση της εγκατάστασης φωτισμού.

Σύμφωνα με την κυρία Στυλιανίδη, η μεγαλύτερη δυσκολία της συγκεκριμένης μελέτης, δεδομένου του όγκου των εκθεμάτων, ήταν να αποδίδονται η πλαστικότητά τους και η λεπτομέρεια των επιφανειών τους. «Το επιθυμητό αποτέλεσμα πραγματοποιείται με εφαρμογή διάχυτου φωτισμού (από τη μία πλευρά) και κατευθυντικού φωτισμού (από την άλλη πλευρά), με τη δέσμευση ότι οι σκιές που θα προκύψουν δεν θα κρύβουν λεπτομέρειες, ούτε θα παραμορφώνουν το αντικείμενο», σημειώνει.

Ερωτηθείσα για τα τεχνολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για αυτόν τον σκοπό, ανέφερε ότι «χρησιμοποιήθηκε σύστημα τεχνολογίας ΕΙΒ (European Installations Bus)-KNX που είναι ένα αποκεντρωμένο και διευθυνσιοδοτημένο σύστημα μεταφοράς και επεξεργασίας δεδομένων για την ευέλικτη διαχείριση λειτουργιών των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων ισχυρών και ασθενών ρευμάτων. Στη συγκεκριμένη εφαρμογή χρησιμοποιείται στο αντικείμενο του φωτισμού των εκθεσιακών χώρων, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής διαχείρισης μέσω Η/Υ από το control room του κτιρίου. Λόγω της δυνατότητας επέκτασης, με απλό τρόπο, των λειτουργιών που εκτελούνται μέσω του συστήματος προβλέπεται η διάθεση στους ηλεκτρικούς πίνακες επαρκούς χώρου για την προσθήκη συσκευών που θα απαιτηθούν μελλοντικά».

Ο Γιάννης Κίζης, Kizi Studio

Η τριπλή πρόκληση του Μουσείου Αργυροχοΐας Ιωαννίνων
Η άλλη περίπτωση μουσείου που εξετάζουμε είναι το Μουσείο Αργυροχοΐας Ιωαννίνων. Λόγω της θέσης του, στον προμαχώνα του Ιτς Καλέ στα Ιωάννινα, έναν χώρο με πολύ έντονο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, υποβλητικό, και συγχρόνως ένα πολύ σημαντικό μνημείο για την πόλη, όλες οι αρχιτεκτονικές επεμβάσεις σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να είναι απολύτως αναστρέψιμες. Όπως επισημαίνει ο κ. Γιάννης Κίζης, «η επέμβασή μας δεν πλήγωσε στο παραμικρό το κέλυφος του κτιρίου. Έτσι, η πρόκληση του φωτισμού στον εσωτερικό χώρο ήταν τριπλή: Πώς θα μπορούσαμε να αποκριθούμε τεχνικά στη δυσκολία που επέβαλε το ευαίσθητο διατηρητέο κέλυφος; Και ταυτόχρονα, πώς θα μπορούσαμε να παραγάγουμε έναν υποβλητικό φωτισμό που να αναδεικνύει τον χαρακτήρα του κτιρίου, ενώ ταυτόχρονα να εστιάζει το ενδιαφέρον στα μικρά αλλά περίτεχνα εκθέματα του μουσείου;».

Μπαίνοντας σε περισσότερες λεπτομέρειες, ο κ. Κίζης εξηγεί: «Καθώς στο ισόγειο του χώρου ο επισκέπτης μαθαίνει τα πάντα για την ιστορία και τις τεχνικές της αργυροτεχνίας στην περιοχή, στον όροφο έρχεται να θαυμάσει και να μελετήσει τα παράγωγά της, δηλαδή τα εξαιρετικής τέχνης κοσμήματα που είναι συνυφασμένα με την παράδοση του τόπου. Εκεί λοιπόν, μετά από αρκετή μελέτη και πειραματισμό (στο πλάι πολύτιμων συμβούλων και κατασκευαστών), σχεδιάσαμε ένα σύνολο κρεμαστών ανοξείδωτων προθηκών, καθεμία με ένα έκθεμα, οι οποίες φωτίζονται με ένα ειδικό σύστημα από το δάπεδο. Τα γυάλινα αυτά κουτιά αιωρούνται στον χώρο, δίχως την παρουσία ενοχλητικών ή παρεμβατικών καλωδιώσεων, και συναπαρτίζουν ένα σμήνος ιπτάμενων κοσμημάτων που μοιάζουν αυτόφωτα. Οι αντανακλάσεις των κρυστάλλων και των κοσμημάτων δημιουργούν με τη σειρά τους έναν ήπιο φωτισμό που αναδεικνύει τις λίθινες τοιχοποιίες του φρουρίου».

Σύμπραξη Γραφείων Αρχιτεκτονικής Μελέτης ΕΜΣΤ: Ι. Μουζάκης & Συνεργάτες Αρχιτέκτονες Ε.Π.Ε. – 3SK Στυλιανίδης Αρχιτέκτονες Α.Ε
Ειδικός σύμβουλος φωτισμού: Θανάσης Κανέλλιας
Συντελεστές του Μουσείου Αργυροχοΐας Ιωαννίνων: Αρχιτέκτων: Γιάννης Κίζης
Ομάδα μελέτης: M. Ραυτοπούλου, Λ. Πολυζωγοπούλου, Γ. Πανταζής