Ένα κτίριο με νεοκλασική πρόσοψη και τυπολογία λαϊκής κατοικίας ετοιμάζεται για μία δεύτερη νιότη. Οι αρχιτέκτονες Ηλέκτρα Κεφαλλωνίτη και Ελένη Μπλέτα, που εκπόνησαν
τη μελέτη αποκατάστασης και αξιοποίησης, μιλούν για το ιδιαίτερο αυτό κτίριο, την έρευνα που προηγήθηκε, το σκεπτικό της πρότασης, τις προκλήσεις του έργου και τις προσδοκίες τους για τη μετέπειτα πορεία του.
Ένα νέο κεφάλαιο στη μακρά ζωή του διατηρητέου κτιρίου που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αρκαδίου και Π. Κυριακού στο Μαρούσι ξεκινάει καθώς υπεγράφη η σύμβαση για την αποκατάσταση του. Το κτίριο, ένα παλιό λαϊκό σπίτι με νεοκλασικά στοιχεία, μετατρέπεται σε λαογραφικό μουσείο. Η μελέτη για την αποκατάστασή του εκπονήθηκε από την Kion Architects και προσφέρθηκε ως δωρεά στον δήμο Αμαρουσίου. Το κτίριο, που είναι γνωστό και ως «οικία Λουμίδη» χάρη στον τελευταίο ιδιοκτήτη του, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική μελέτη, το διατηρητέο, αποτελεί δείγμα λαϊκής παράδοσης, με ιδιαίτερα αισθητικά στοιχεία του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, χωρίς όμως να αποτελεί τυπικό νεοκλασικό κτίριο.
Στην περιοχή υπάρχουν και άλλα κτίρια που κατασκευάστηκαν περίπου την ίδια εποχή, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί επίσης διατηρητέα και αξιοποιούνται ως πολιτιστικοί χώροι, χωρίς όμως να γειτνιάζουν. «Ανήκει δηλαδή σε ένα σύνολο, που χαρακτηρίζει το ιστορικό κέντρο του δήμου. Για τον λόγο αυτό η χρήση του ως λαογραφικό μουσείο, θεωρείται ενδεδειγμένη, καθώς συμπληρώνει τις ευρύτερες πολιτιστικές χρήσεις της περιοχής και της πλατείας Ηρώων», μας λέει η αρχιτέκτονας Ηλέκτρα Κεφαλλωνίτη, που μαζί με τη συνάδελφό της Ελένη Μπλέτα έφεραν σε πέρας την αρχιτεκτονική μελέτη. Όπως αποκρυσταλλώνεται στην πρόταση, «η διαμόρφωση του λαογραφικού μουσείου γίνεται με χρήσεις αποθήκης αρχείου και συντήρηση αντικειμένων στο υπόγειο, χώρο υποδοχής και δύο εκθεσιακούς χώρους στο ισόγειο και τους γραφειακούς χώρους στον όροφο». Παράλληλα, «θα διατηρηθεί και θα διευρυνθεί η προϋπάρχουσα μετάβαση στους χώρους του κτιρίου από εξωτερικά κλιμακοστάσια, ενώ επιπλέον θα δίνεται στον επισκέπτη η δυνατότητα εσωτερικής κίνησης σε όλους τους ορόφους με επέκταση της υπάρχουσας σκάλας και στο υπόγειο».
Aναζητώντας στοιχεία
Η έρευνα που προηγήθηκε της μελέτης έφερε στο προσκήνιο λίγα στοιχεία για το παρελθόν του κτιρίου. «Υπήρξε μεγάλη δυσκολία για τη συγκέντρωση στοιχείων που αφορούν τη συγκεκριμένη κατοικία. Αντλήθηκαν πληροφορίες από άλλα διατηρητέα κτίρια της περιοχής και αντίστοιχης χρονικής περιόδου. Επίσης βοηθητικό στοιχείο της έρευνας μας υπήρξε η μία και μοναδική φωτογραφία που βρήκαμε από το 1966 και από την οποία αντλήσαμε αρκετές πληροφορίες για την αρχική μορφή του κτιρίου», μας λέει η κυρία Κεφαλλωνίτη. Παρά την εις βάθος έρευνα η χρονολογία ανέγερσης του κτιρίου παραμένει άγνωστη, ωστόσο τεχνοτροπία και συνδυασμός υλικών μαρτυρούν ότι είναι προπολεμικό και πιο συγκεκριμένα εικάζεται πως κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 1920 και στο 1930. «Λόγω της ανομοιογένειας των υλικών ανά στάθμη, διαφαίνεται ότι το κτίσμα έγινε σε τουλάχιστον δύο κατασκευαστικές φάσεις, αρχικά το υπόγειο και το ισόγειο και αργότερα ο πρώτος όροφος», διευκρινίζει από την πλευρά της η κυρία Μπλέτα.
Χρόνια εγκατάλειψη
Το κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο στα μέσα της δεκαετίας του ’90, πράξη που δεν σηματοδότησε την άμεση έναρξη εργασιών συντήρησης με αποτέλεσμα οι φθορές να επεκταθούν σε μεγάλο βαθμό. «Καθώς το ακίνητο στο σύνολο του είναι εγκαταλειμμένο για σειρά δεκαετιών είναι ετοιμόρροπο, με την κεραμοσκεπή και τμήματα των δαπέδων του να έχουν καταρρεύσει στο σύνολο τους, καθιστώντας το μη επισκέψιμο», μας λένε οι συνομιλήτριές μας υπογραμμίζοντας πως το διατηρητέο, που βρίσκεται στην «καρδιά» της πόλης, χρήζει στατικής ενίσχυσης προκειμένου να καταστεί και πάλι λειτουργικό και η αποκατάστασή του κρίνεται απαραίτητη τόσο για λόγους αισθητικούς όσο και για λόγους ασφάλειας. Άλλωστε, κατά την αυτοψία, διαπιστώθηκαν «εμφανή σημάδια χρόνου και εγκατάλειψης» όπως επίσης πολλαπλά τρωτά σημεία στη φέρουσα τοιχοποιία που επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, από την απουσία συντήρησης, τη γήρανση των υλικών και τη χαλάρωση των δεσμών συνάφειας μεταξύ τους, τη συσσώρευση βλαβών από διάφορες δράσεις κατά το παρελθόν αλλά και βλάβες από άστοχες επεμβάσεις, στατικές και σεισμικές φορτίσεις και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Πρόσοψη νεοκλασικού, εσωτερικό λαϊκής κατοικίας
«Η νεοκλασική πρόσοψη των παλιών λαϊκών σπιτιών ήταν κάτι σύνηθες για την εποχή εκείνη ώστε να δοθεί στην πολεοδομία του τότε ενιαία εικόνα, ανεξάρτητα από την οικονομική υπόσταση των ιδιοκτητών», μας λέει η κυρία Μπλέτα όταν την ρωτάμε για τη «διττή» ταυτότητα του κτιρίου και τον τρόπο τον οποίο συνυπάρχουν σε αυτό στοιχεία λαϊκών και νεοκλασικών κατοικιών. «Σύμφωνα με τη συνήθη τυπολογία, κεντρικό στοιχείο αποτελεί η μεγάλη αυλή – στη συγκεκριμένη περίπτωση μπροστά από το κτίσμα- , ενώ η μετάβαση στους χώρους του ισογείου και του ορόφου γίνεται από τα ‘λιακωτά’. Οι χώροι αυτοί, με τα μεγάλα υαλοστάσια, λειτουργούσαν ως θερμοκήπια και αποτελούσαν το μεταβατικό όριο ανάμεσα στο κλειστό και στο ανοιχτό», προσθέτει. Το μελετητικό δίδυμο ξεχωρίζει ως αξιόλογα στοιχεία του κτιρίου τα διακοσμητικά γύψινα στοιχεία (κληματσίδες αμπέλου) στην πρόσοψη και τα ανάγλυφα στοιχεία πάνω από τα πρέκια των παραθύρων και του γείσου της στέγης στη δεύτερη όψη του. Τα στοιχεία αυτά θα αποκατασταθούν.
Ο διάκοσμος αναδεικνύεται, οι επεμβάσεις αποκαλύπτονται
Ιδιαίτερη πρόκληση ωστόσο ήταν «η ταυτόχρονη ανάγκη της αποκατάστασης και ανάδειξης όλων των μορφολογικών και διακοσμητικών στοιχείων του κτιρίου και η παράλληλη ενσωμάτωση νέων στοιχείων – απαιτούμενων για τις λειτουργικές ανάγκες του κτιρίου ως λαογραφικό χώρο». Έτσι, η πρόταση επανάχρησης βασίζεται σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι η «ανάδειξη των γύψινων διακοσμητικών στοιχείων με χρωματική τους διαφοροποίηση από τις υπόλοιπες επιφάνειες των όψεων, ώστε να συνάδουν με το αρχιτεκτονικό ύφος κτιρίων με νεοκλασικά στοιχεία καθώς και με τις αντιθέσεις αυτών της αντίστοιχης εποχής». Ο δεύτερος αφορά στα νέα στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά, λούκια από χαλκό με περίτεχνο σχήμα που ακολουθούν τη μορφολογία του υφιστάμενου γείσου, χάλκινες υδρορροές, σωλήνες εξαερισμού επιχρωματισμένες σε χάλκινη απόχρωση, νέα μεταλλική σκάλα, «παραμένουν αναγνωρίσιμα ως σύγχρονες επεμβάσεις αποκλείοντας οποιαδήποτε σύγχυση με τη γνήσια ταυτότητα του κτιρίου αλλά παράλληλα εντάσσονται αρμονικά στη χρωματική του παλέτα, ακολουθώντας και αναδεικνύοντας τη φυσιογνωμία του διατηρητέου». Η απόφαση αυτή, πέρα από συμβατή με την ταυτότητα ενός κτιρίου που από τη θεμελίωση του συνδυάζει διαφορετικά στυλ, διευκολύνει και τον μελλοντικό μελετητή του. «Η ιστορική τεκμηρίωση στο μέλλον θα είναι ευκολότερη», μας λέει η κυρία Κεφαλλωνίτη.
Προσβάσιμο σε όλους
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του κτιρίου η νέα χρήση μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς μεγάλες αλλαγές στην τυπολογική διάρθρωση. Όπως αναφέρεται στη μελέτη οι εσωτερικές τοιχοποιίες διατηρούνται, με ελάχιστες αλλαγές κυρίως στο υπόγειο προκειμένου να διαμορφωθούν κατάλληλοι χώροι υγιεινής (ανδρών, γυναικών και ΑμεΑ), αλλά και στο ισόγειο για καλύτερη λειτουργική οργάνωση του εκθεσιακού χώρου με ένταξη χώρου υποδοχής. Παράλληλα τοποθετούνται αναβατόρια για τους επισκέπτες σε αμαξίδιο. Παρότι πρόκειται για ένα υφιστάμενο κτίριο «εξασφαλίζεται η οριζόντια και κατακόρυφη προσπέλαση από ΑμεΑ σε όλους του εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους που αφορούν το κοινό».
Τέλος, σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο, προβλέπονται μεταξύ άλλων η ανακατασκευή πέτρινου περιμετρικού στηθαίου με τα μεταλλικά κιγκλιδώματα, η αντικατάσταση μεταλλικής καγκελόπορτας εισόδου, όπως επίσης φυτεύσεις και πλακόστρωτα.
Οι προσδοκίες
Σύμφωνα με τη μελέτη «η νέα χρήση δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα του κτιρίου, αντίθετα αξιοποιεί τα επιμέρους στοιχεία του, με τη χρήση των εσοχών ως προθήκες εκθεμάτων αλλά και τη διαμόρφωση του υφιστάμενου τζακιού ως έκθεμα τύπου κουζίνας, με αποτέλεσμα να ενδυναμώνει και να εντάσσεται αρμονικά στο γενικότερο λαογραφικό χαρακτήρα του ίδιου του διατηρητέου κτίσματος». Παράλληλα, με την επιβεβλημένη αποκατάστασή του, η ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκεται αναβαθμίζεται. Ποιες είναι όμως οι προσδοκίες των αρχιτεκτόνων που εκπόνησαν την μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου προσαρμόζοντάς το, με σεβασμό στην ιστορικότητά του, στις ανάγκες που επιτάσσει η νέα του χρήση; «Στα πλαίσια του σχεδιασμού, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την ιστορική κληρονομιά του τόπου μας και να την εντάξουμε στο σήμερα», αναφέρουν οι συνομιλήτριές μας. «Τώρα μένει να υλοποιηθεί και να δοθεί στους κατοίκους του Αμαρουσίου αλλά και συνολικότερα, ώστε κι αυτοί με τη σειρά τους να το αγκαλιάσουν».
Μελέτη αποκατάστασης και επανάχρησης διατηρητέου κτιρίου στο Μαρούσι: KION ARCHITECTS A.E.
Αρχιτεκτονική Μελέτη
Επικεφαλής έργου: Δρέττα Αναστασία
Μελετητές: Κεφαλλωνίτη Ηλέκτρα, Μπλέτα Ελένη
Φωτορρεαλιστικά: Λιαραμάντζας Γεώργιος
Στατική Μελέτη-Μελετητής: Χρυσοβιτσάνος Νικόλαος
Η/Μ Μελέτη- Μελετητές: Δρέττας Γρηγόρης, Χανιώτης Κωνσταντίνος