Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα που έχει έρθει η ώρα της, έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκό. Όταν ο καθηγητής Παναγιώτης Τουλιάτος είδε το ξύλο ως το δομικό υλικό με τις τεράστιες δυνατότητες, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε περί «ιδέας». Σήμερα, με τα έργα-ορόσημα να αξιοποιούν το ξύλο ως το βασικό υλικό, μάλλον μπορούμε να μιλήσουμε για το πλήρωμα του χρόνου για την «ιδέα» αυτή…
Συνέντευξη στη Λήδα Δεληγιάννη
Tο αιτούμενο (και απαιτούμενο ενίοτε) είναι το – κατά τον διεθνή όρο – sustainability, ποιες νέες προοπτικές βλέπετε στην εφαρμογή του ξύλου στα αρχιτεκτονικά αλλά και κατασκευαστικά έργα;
Το ξύλο και, κατ΄ επέκταση, η ξύλινη κατασκευή έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες απόδοσης σε αντοχές, ανθεκτικότητα στον χρόνο, αντισεισμική, βιοκλιματική και ενεργειακή συμπεριφορά, ταχύτητα κατασκευής και αισθητική απ΄ ό,τι το συμβατικό σύστημα οπλισμένου σκυροδέματος.
Η μελέτη, όμως, και η κατασκευή μιας ξύλινης δομής δεν είναι τόσο απλή όσο της συμβατικής κατασκευής εάν κάποιος δεν είναι γνώστης των ιδιαιτεροτήτων αυτής και, κυρίως, αυτών που αφορούν την παθολογία της. Προσομοιάζει περισσότερο στη μελέτη μιας φέρουσας χαλύβδινης κατασκευής, αλλά και με αυτήν έχει αρκετές διαφορές.
Στον συνθέτη και μελετητή συνηθισμένο στη χρήση της «Συμβατικής Κατασκευής», δηλαδή κατασκευής με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα, η ξαφνική ενασχόληση με τη μεταλλική, και ιδιαίτερα την ξύλινη κατασκευή, φαντάζει, και είναι, πολύ πιο πολύπλοκη και περίπλοκη.
Η Συμβατική Κατασκευή με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα ως απόλυτα τυποποιημένο, σχεδιαστικά και υπολογιστικά, πλαισιωτό ισοστατικό σύστημα φέροντος οργανισμού, συνηθέστατα εξαντλούμενο με τη σύνθεση και συνεργασία υποστυλωμάτων, τοιχίων, δοκών και πλακών απασχολεί σε μικρό ποσοστό την ευρηματική-συνθετική προσπάθεια του Συνθέτη – Δημιουργού, ιδιαίτερα κατά τα στάδια των αρχικών μελετών, όπως η προμελέτη. Το γεγονός αυτό έχει τόσο πολύ καθιερωθεί, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε ακόμα και επίσημοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί συχνά δεν απαιτούν σοβαρή, ισότιμη εμπλοκή του πολιτικού μηχανικού κατά το στάδιο αυτό. Έτσι, κτίρια ολοκληρώνονται σαν λειτουργική, μορφολογική, αισθητική και ενταξιακή πρόταση χωρίς ιδιαίτερη ενασχόληση με την επιλογή και μόρφωση του Συστήματος Φέροντος Οργανισμού, των Φορέων που αυτός θα περιέχει, τη δομή και σύνθεση του Εξωτερικού Περιβλήματος και των Εσωτερικών Χωρισμάτων και, κυρίως, χωρίς τη σύνταξη των κρισίμων Λεπτομερειών Συνδεσμολογίας, Επικαλύψεων και Μονώσεων.
Από άποψη ανθεκτικότητας, δηλαδή αντοχής στον χρόνο, το ξύλο ουσιαστικά είναι ασυναγώνιστο ως υλικό. Σαν φυσικό υλικό η ξυλεία με μεγάλη ανθεκτικότητα, με πλήρη ουδετερότητα στα οξέα, χωρίς επηρεασμό από τη ραδιενεργό ακτινοβολία, στα χέρια του ανθρώπου, και από δική του απροσεξία φθείρεται γρήγορα.
Γιατί, εκτός από τα ίδια τα μακρόβια δένδρα, πολλές ξύλινες κατασκευές επιβιώνουν σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση μετά από εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια. Τέτοιο παράδειγμα είναι τα ξύλινα έπιπλα του τάφου του Φαραώ Τουταγχάμων, (1323 π.Χ.- Λούβρο – Βρετανικό Μουσείο), τα ξύλινα εμπόλια και οι αντίστοιχοι πόλοι των κιόνων του Παρθενώνα, 2500 ετών σε άριστη κατάσταση (Μουσείο Ακρόπολης), η στέγη της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, επίσης, σε άριστη κατάσταση (527 – 565 μ. Χ.), οι πολυάριθμες ξύλινες κατασκευές πατωμάτων, στεγάσεων, ορόφων κτιρίων, εκατοντάδων ετών σε άγριες περιβαλλοντικές συνθήκες κ.λπ.
Περιβαλλοντικά οφέλη. Υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα του ξύλου τα προαναφερθέντα. Πλην αυτών, όμως, ποιες άλλες ιδιότητές του το κάνουν «ανταγωνιστική» επιλογή έναντι πιο συμβατικών υλικών;
Στο ξύλο η απαιτούμενη, για την προμήθεια του υλικού και την επεξεργασία του, ενέργεια είναι η ελαχίστη, συγκρινόμενη με εκείνη που απαιτείται για:
το τσιμέντο, τον χάλυβα και κυρίως το αλουμίνιο. Αντίστοιχα μικρότεροι είναι και οι ρύποι που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα.
Το δένδρο και, κατ΄ επέκταση, η ξυλεία απορροφούν από την ατμόσφαιρα και αποθηκεύουν CO2, ιδίως κατά το στάδιο της ανάπτυξης, ενώ εμπλουτίζουν την ατμόσφαιρα με οξυγόνο.
Το ξύλο έχει μόνον δύο, κύριους, τρόπους καταστροφής του, τα βιολογικά αίτια και τη φωτιά:
Α. Η κυτταρίνη, το κύριο συστατικό του ξύλου είναι τροφή για έμβια όντα. Η κύρια βιολογική ανάλωση της ξυλείας γίνεται από τους ξυλοφάγους μύκητες. Τη διαδικασία αυτή την αποκαλούμε σήψη. Τα έντομα, όπως το σαράκι, ή ο ξυλοφάγος τερμίτης είναι μια άλλη βιολογική απειλή για την καταστροφή του ξύλου. Η ανθεκτικότητα του ξύλου, δηλαδή η αντοχή του στον χρόνο, μπορεί να φθάσει σε εντυπωσιακά νούμερα χιλιάδων ετών, εφόσον βέβαια δεν επιτρέψουμε να προσφερθεί το ξύλινο στοιχείο ως τροφή.
Β. Επειδή το ξύλο καίγεται και κατ’ εξοχήν συντηρεί τη φωτιά, σε ορισμένους σχηματίζεται η εντύπωση ότι η ξύλινη κατασκευή είναι η πιο επικίνδυνη κατασκευή στην πυρκαγιά. Όμως, όπως είναι γνωστό, σε κατασκευές με εξαιρετικά θερμοαγώγιμο φέροντα οργανισμό, όπως οι μεταλλικές, εάν ο φέρων οργανισμός εκτεθεί σε θερμοκρασίες πυρκαγιάς σε ένα οποιοδήποτε σημείο του, η θερμότητα θα διαχυθεί, σε συντομότατο χρόνο, πρακτικώς σε όλη την έκτασή του, αναπτύσσοντας υψηλές θερμοκρασίες. Οπότε και αναλόγως των ιδιοτήτων του υλικού, ο φέρων οργανισμός θα υποστεί τις σχετικές επιπτώσεις πολύ γρήγορα και απότομα.
Τουναντίον, στην ξύλινη κατασκευή η διάδοση της θερμότητας διαμέσου του υλικού είναι πρακτικώς αμελητέα. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέλος του φέροντος οργανισμού μπορεί να έχει προσβληθεί από υψηλές θερμοκρασίες και να καίγεται σε κάποιο σημείο, χωρίς όμως να μεταδίδει τη θερμότητα σε όλη του τη μάζα.
Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι το ότι ακόμη και στις προσβαλλόμενες περιοχές το φαινόμενο περιορίζεται στην ελεύθερη επιφάνεια. Η θερμότητα προς στο εσωτερικό μεταδίδεται με βραδείς ρυθμούς και λίγα μόλις χιλιοστά εσωτερικότερα το ξύλο δεν αναπτύσσει υψηλές θερμοκρασίες. Για ένα ευμέγεθες ξύλινο μέλος, σε ένα βάθος της τάξεως των 25-30 mm η επιρροή του φαινομένου της πυρκαγιάς μηδενίζεται και η θερμοκρασία του ξύλου αντιστοιχεί σε κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (20˚C).
Σε αντίθεση με τον χάλυβα, ο οποίος σε υψηλές θερμοκρασίες πλαστικοποιείται και χάνει και κάποιες μηχανικές ιδιότητες λόγω μόνιμων χημικών μεταβολών, στο ξύλο χημική επίδραση της θερμοκρασίας δεν υπάρχει και έτσι, κατά την καύση, ένα ικανό τμήμα της διατομής παραμένει απολύτως υγιές και ικανό να φέρει φορτία ακριβώς όπως και στις κανονικές συνθήκες.
Η χαμηλή θερμική αγωγιμότητα επιδρά επίσης και στον ρυθμό εξέλιξης του φαινομένου της καύσεως. Η απανθράκωση των ξύλινων μελών ικανών διαστάσεων (όπως τα φέροντα μέλη) εξελίσσεται με αξιοσημείωτα βραδείς ρυθμούς. Επιπλέον δε, η ταχύτητα της απανθρακώσεως είναι σταθερή στον χρόνο και κατά συνέπεια το βάθος απανθρακώσεως είναι σε κάθε στιγμή ανάλογο του χρόνου εκθέσεως στη φωτιά.
Οι δύο αυτές ιδιότητες του ξύλου, το γεγονός δηλαδή ότι ακόμη και απανθρακωμένα εξωτερικώς τα μέλη μπορούν να φέρουν φορτία, καθώς και το ότι η εξέλιξη του φαινομένου είναι σταθερή με τον χρόνο, αποτελούν τους άξονες στους οποίους κινείται ο σχεδιασμός του φέροντος οργανισμού της ξύλινης κατασκευής στην περίπτωση της πυρκαγιάς. Κι αυτό, γιατί όχι μόνο μπορούν να εξασφαλίζονται οι απαιτήσεις φέρουσας ικανότητος του εκάστοτε μέλους, αλλά επιπλέον η σταθερή εξέλιξη του φαινομένου επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου για τον οποίο οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται. Γι’ αυτό η ξύλινη κατασκευή ήταν η πρώτη ιστορικά κατασκευή που ήταν δυνατόν να υπολογιστεί σε πυρκαγιά, γύρω στην αρχή του εικοστού αιώνα. Χωρίς αυτές τις αιτίες το ξύλο, είτε ζωντανό, σαν δένδρο, είτε σαν ξυλεία μπορεί να διατηρηθεί για χιλιάδες χρόνια.
Αν έρθουμε στην ελληνική… επικράτεια, πώς ανταποκρίνεται το ξύλο στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των κατασκευών;
Ο συχνά πανύψηλος κορμός ενός δένδρου σε όλη του τη μακράς διάρκειας ζωή υφίσταται και, κατά κανόνα, αντιμετωπίζει επιτυχώς συνεχείς δυναμικές καταπονήσεις από τους ανέμους. Η σημαντική ελαστικότητα του ξύλου και η εξαιρετική του συμπεριφορά στις καμπτικές παραμορφώσεις συνηγορούν και στην εξαιρετική του συμπεριφορά στον σεισμό.
Κατά τη διάρκεια μιας σεισμικής καταπόνησης, η οποιαδήποτε παραμόρφωση του κτιρίου προκαλείται από την αδρανειακή του συμπεριφορά. Η αδρανειακή, όμως, συμπεριφορά μιας υλικής κατασκευής είναι ευθέως ανάλογη της μάζας του. Ένα κυβικό ξύλου κυμαίνεται γύρω στα 500 με 600 κιλά έναντι των 2.400 κιλών ανά κυβικό του οπλισμένου σκυροδέματος και των 7.800 του χάλυβα. Επιπρόσθετα, λόγω υψηλών αντοχών και της δομής της, μια ξύλινη διατομή φέροντος στοιχείου από ξύλο είναι πολύ μικρότερη εκείνης της αντίστοιχης από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Για παράδειγμα, ένα υποστύλωμα ενός μονώροφου οικίσκου με διατομή στο ξύλινο 0,10Χ0,15Χ3,0 μέτρα, και 0,25Χ0,30Χ3,0 μέτρα στο οπλισμένου σκυροδέματος, θα μας δώσει αντίστοιχα βάρη των 24,75 κιλών στο ξύλινο και 540 κιλά στο εξ οπλισμένου σκυροδέματος. Εξάλλου γι΄ αυτό η ξύλινη κατασκευή, όπως και η χαλύβδινη ονομάζονται «ελαφρές κατασκευές».
Πέραν, όμως, της θερμομονωτικής ιδιότητος του ξύλου έναντι του χάλυβα και του οπλισμένου σκυροδέματος, κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι κατατάσσεται, διαχρονικά και παγκόσμια, στην ομάδα των «φιλικών» στην ανθρώπινη αφή, καθώς και στο ανθρώπινο βλέμμα υλικών.
Να αναφέρω, για άλλη μια φορά, τα λόγια που μου κληροδότησε να μεταδίδω ο αείμνηστος καθηγητής του ΕΜΠ, Κυπριανός Μπίρης: «Να θυμίζεις στους σπουδαστές σου ότι ο άνθρωπος το μωρό του και τον νεκρό του τα εμπιστεύεται στην αγκαλιά του ξύλου» .
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε έναν δισταγμό, που πιθανόν αποτελεί μύθο, ωστόσο ακόμη παίζει ρόλο ίσως στις επιλογές των τελικών κυρίων των έργων: Πώς προστατεύονται οι ξύλινες κατασκευές σε περιπτώσεις πυρκαγιάς;
Επειδή το ξύλο καίγεται και κατ’ εξοχήν συντηρεί τη φωτιά, σε ορισμένους σχηματίζεται η εντύπωση ότι η ξύλινη κατασκευή είναι η πιο επικίνδυνη κατασκευή στην πυρκαγιά.
Τον σπουδαιότερο ρόλο στην εξέλιξη του φαινομένου της καύσεως σε ένα ξύλινο μέλος παίζει η θερμική αγωγιμότητα του ξύλου. Όπως έχει ήδη αναπτυχθεί, το ξύλο αποτελείται από κυτταρικούς θύλακες, οι οποίοι όσο το δένδρο είναι ζωντανό είναι γεμάτοι χυμούς. Στις, συνήθεις όμως συνθήκες χρήσεως, είναι κατά κανόνα κενοί με μικρή ποσότητα περιεχομένης υγρασίας, που είναι νερό δεσμευμένο στον κυτταρικό φλοιό.
Επιπλέον η ίδια η κυτταρίνη, από την οποία αποτελείται ο κυτταρικός φλοιός είναι ελάχιστα θερμοαγώγιμη. Τα δύο αυτά στοιχεία έχουν ως αποτέλεσμα η θερμική αγωγιμότητα του ξύλου να είναι εξαιρετικά μικρή. Με απλά λόγια, εάν για την μετάδοση ενός ποσού θερμότητας διαμέσου του χάλυβα απαιτείται ένα λεπτό, για την αντίστοιχη μετάδοση διαμέσου του ξύλου απαιτούνται σχεδόν έξι ώρες .
Επίσης, για να αναφλεγεί ένα ξύλο ικανών διαστάσεων, απαιτείται να αναπτυχθούν στην επιφάνειά του υψηλές θερμοκρασίες και μάλιστα να διατηρηθούν για ικανό χρόνο. Αυτό υποδεικνύει ότι απαιτείται να έχει προϋπάρξει κάποια εστία πυρός ικανής ισχύος. Για τον λόγο αυτόν η αναφλεξιμότητα των μεγάλων στοιχείων του φέροντος οργανισμού δεν θεωρείται ιδιαίτερη «απειλή» για την πρόκληση μιας πυρκαγιάς στην ξύλινη κατασκευή.
Να συμπληρώσουμε ακόμη πως σε κατασκευές με εξαιρετικά θερμοαγώγιμο φέροντα οργανισμό, όπως οι μεταλλικές, εάν ο φέρων οργανισμός εκτεθεί σε θερμοκρασίες πυρκαγιάς σε ένα οποιοδήποτε σημείο του, η θερμότητα θα διαχυθεί, σε συντομότατο χρόνο, πρακτικώς σε όλη την έκτασή του, αναπτύσσοντας υψηλές θερμοκρασίες. Οπότε και αναλόγως των ιδιοτήτων του υλικού, ο φέρων οργανισμός θα υποστεί τις σχετικές επιπτώσεις. Τουναντίον, στην ξύλινη κατασκευή η διάδοση της θερμότητας διαμέσου του υλικού είναι πρακτικώς αμελητέα. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέλος του φέροντος οργανισμού μπορεί να έχει προσβληθεί από υψηλές θερμοκρασίες και να καίγεται σε κάποιο σημείο, χωρίς όμως να μεταδίδει τη θερμότητα σε όλη του τη μάζα.
Τέλος, σημειώνεται πως οι ξύλινοι φορείς χάνουν την αντοχή τους γραμμικά, με την πάροδο του χρόνου της πυρκαγιάς, λόγω σταδιακής και με σταθερό ρυθμό απώλειας της διατομής τους. Οι μεταλλικοί φορείς αστοχούν απότομα μόλις η θερμοκρασία τους φθάσει, περίπου, στους 520˚C. Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι το ότι ακόμη και στις προσβαλλόμενες περιοχές το φαινόμενο περιορίζεται στην ελεύθερη επιφάνεια. Η θερμότητα προς το εσωτερικό μεταδίδεται με βραδείς ρυθμούς και λίγα μόλις χιλιοστά εσωτερικότερα το ξύλο δεν αναπτύσσει υψηλές θερμοκρασίες. Για ένα ευμέγεθες ξύλινο μέλος, σε ένα βάθος της τάξεως των 25-30 mm η επιρροή του φαινομένου της πυρκαγιάς μηδενίζεται και η θερμοκρασία του ξύλου αντιστοιχεί σε κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (20˚C).
Η χαμηλή θερμική αγωγιμότητα επιδρά επίσης και στον ρυθμό εξέλιξης του φαινομένου της καύσεως. Η απανθράκωση των ξύλινων μελών ικανών διαστάσεων (όπως τα φέροντα μέλη) εξελίσσεται με αξιοσημείωτα βραδείς ρυθμούς. Επιπλέον δε, η ταχύτητα της απανθρακώσεως είναι σταθερή στον χρόνο και κατά συνέπεια το βάθος απανθρακώσεως είναι σε κάθε στιγμή ανάλογο του χρόνου εκθέσεως στη φωτιά.
Όσον αφορά τους τρόπους προστασίας, ο συνηθέστερος, σήμερα, τρόπος προστασίας από φωτιά μικρών διατομών ξύλινα στοιχεία είναι η επένδυση με πυρίμαχη γυψοσανίδα βάσει κανονισμών. Όμως προστασία γίνεται συχνά και με αντιπυρικό εμποτισμό εντός κλιβάνου και με επαλείψεις με πυρίμαχα χρώματα.
Ποια έργα υποδομής ή μεγάλα έργα θεωρείτε ότι δίνουν το «στίγμα» προς την χρήση του ξύλου στον φέροντα οργανισμό των κτιρίων;
Σε χώρες με προηγμένη οικοδομική τεχνολογία, όπως ο Καναδάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης κ.λπ., η ξύλινη κατασκευή εφαρμόζεται ευρύτατα σε επίπεδο φέροντος οργανισμού σε όλες τις κλίμακες της δομικής δραστηριότητας, από τη μονοκατοικία έως τα πολυώροφα οικοδομικά συγκροτήματα, κτίρια μεγάλου στατικού ανοίγματος και τις γέφυρες. Τελευταία, με την ταχύτατη ανάπτυξη και διάδοση του ευρωπαϊκού CLT, η ξύλινη κατασκευή ήδη χρησιμοποιείται σε ανέγερση ουρανοξυστών. Σε χώρες με λιγότερο προηγμένη οικοδομική τεχνολογία η ξύλινη κατασκευή καλύπτει το πεδίο κουφωμάτων, επενδύσεων και τμηματικών κατασκευών ενός οικοδομήματος όπως π.χ. οι στέγες. Σε αυτές τις χώρες, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, η ξύλινη κατασκευή, εδώ και κάποιες δεκαετίες, άρχισε να αναπτύσσεται στον τομέα του φέροντος οργανισμού κτιρίων μεγάλου στατικού ανοίγματος ή και ιδιαίτερης λειτουργίας όπως εργοστασιακοί και αποθηκευτικοί χώροι, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, υπεραγορές κ.λπ.
Πόσο συμβατό είναι το ξύλο με υφιστάμενο υπόστρωμα άλλων υλικών; Πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην αναστήλωση μνημείων και ιστορικών κτιρίων;
Το ξύλο και η ξύλινη κατασκευή συνυπάρχει, συνεργάζεται και χρησιμοποιείται με την λιθοδομή από την αυγή των χρόνων της ανθρώπινης δομικής δραστηριότητας. Και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, εκτός από αμιγείς ξύλινες κατασκευές, να συνυπάρχει με την μεταλλική ή την κατασκευή οπλισμένου σκυροδέματος.
Και στο φυσικό περιβάλλον, το ξύλο ως ένα από τα βασικά φυσικά υλικά συνυπάρχει με τον λίθο, την άργιλο και το νερό, κάτω από την ηλιακή υπεριώδη ακτινοβολία, επιζώντας και αναπτυσσόμενο ομαλά επί χιλιάδες χρόνια, μέσα σε περιβάλλον βιολογικής προσβολής, κυρίως, μυκήτων και εντόμων.
Γιατί στις κατασκευές του ανθρώπου το ξύλο, συνεργαζόμενο με τον τεχνητό λίθο της εποχής μας, που είναι τα σκυροδέματα, ή με τον χάλυβα, να μην παρουσιάζει την ανάλογη ανθεκτικότητα και αντοχή; Εξ άλλου, γύρω μας, ευτυχώς ακόμα, πλήθος μεγάλων ιστορικών κατασκευών, όπως η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και τα 20 Μοναστήρια του Αγίου Όρους, κατασκευασμένα από λιθοδομή, ξύλινη κατασκευή και κονίαμα, αντέχουν σε σκληρές συνθήκες περιβάλλοντος και χρήσης επί πολλές εκατοντάδες χρόνια.
Πιστεύετε ότι θεσμοί, όπως τα Wood Awards, μπορούν να συμβάλλουν στην προώθηση του ξύλου στον ευρύτερο κλάδο των κατασκευών και της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα;
Αναμφίβολα, θεσμοί, όπως τα Wood Awards της Boussias, μπορούν να συμβάλλουν στην προώθηση του ξύλου στον ευρύτερο κλάδο των κατασκευών και της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν στο κρίσιμο ζήτημα της ορθής γνώσης και της κατάλληλης χρήσης του ξύλου και της ξύλινης κατασκευής. Διότι, δυστυχώς συχνά, αυτό που παρατηρώ είναι πως η ακατάλληλη μέθοδος χρήσης και εφαρμογής, τόσο του ξύλου ως δομικού υλικού, όσο και της ξύλινης κατασκευής, τα δυσφημίζει στα μάτια των χρηστών, κατατάσσοντάς τα συνεπώς σε κατηγορίες προχείρων και πρόσκαιρων δομών.