Η μετατροπή δημόσιων χώρων σε παιδικές χαρές και η βιοκλιματική αναβάθμιση των σχολικών αυλών προάγει την κοινωνική συνοχή, ενώ η ενσωμάτωση της έμφυλης διάστασης στον σχεδιασμό διασφαλίζει συμπερίληψη και ασφάλεια.
«Οι ανάγκες της κοινωνίας προσδιορίζουν την ηθική της» είχε πει κάποτε η Αφροαμερικανίδα ποιήτρια Maya Angelou. Σε μια περίοδο που ο δημόσιος χώρος επανεξετάζεται μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής λειτουργίας, η αρχιτεκτονική καλείται να απαντήσει σε ανάγκες πέρα από την αισθητική και τη χρηστικότητα. Αξιοσημείωτο είναι πως σύμφωνα με συστηματική ανασκόπηση του 2024 (Qi, Mazumdar & Vasconcelos, Int. J. of Community Well-Being), η ενεργοποίηση δημόσιων χώρων – όπως η μετατροπή τους σε παιδικές χαρές – μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη συνοχή μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, ιδιαίτερα όταν ο σχεδιασμός τους λαμβάνει υπόψη την αντίληψη ασφάλειας, τη συναισθηματική σύνδεση και την πολυχρηστικότητα. Παράλληλα, ευρήματα από την έκθεση του Παγκόσμιου Τράπεζας με τίτλο Handbook for Gender-Inclusive Urban Planning and Design, η οποία δημοσιεύθηκε το 2020. υπογραμμίζουν τη σημασία της ενσωμάτωσης της έμφυλης διάστασης στον αστικό σχεδιασμό, προκειμένου να δημιουργηθούν πόλεις που είναι πιο ασφαλείς, προσβάσιμες και λειτουργικές για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως φύλου. Το αφιέρωμα που ακολουθεί φωτίζει τις τάσεις, τις προκλήσεις και τις προοπτικές μέσα από τη ματιά σύγχρονων Ελλήνων αρχιτεκτόνων.
Σχεδιάζοντας χώρους παιχνιδιού και μάθησης
«Σε μια σύγχρονη μητρόπολη όπως η Αθήνα, η αναδιαμόρφωση των δημόσιων χώρων σε χώρους παιχνιδιού και μάθησης αποτελεί ζωτικής σημασίας αστική και αρχιτεκτονική παρέμβαση» δηλώνει στο Architect η Δήμητρα Κατσώτα, Architect | Co-Founder της Buerger Katsota Architects. Όπως επισημαίνει «ο βασικός στόχος τέτοιων πρωτοβουλιών από τοπικούς φορείς είναι η επανενεργοποίηση της αστικής ζωής και, κυρίως, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής». «Η σημερινή πόλη χαρακτηρίζεται από έλλειψη ελεύθερων χώρων και υψηλή αστική πυκνότητα, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη για παρεμβάσεις που ενδυναμώνουν την παιδαγωγική ανάπτυξη, τις κινητικές δεξιότητες, την ομαδικότητα και την ψυχοσωματική ευεξία μικρών και μεγάλων» υπογραμμίζει.
«Από τη σκοπιά του αρχιτέκτονα, οι παιδικές χαρές δεν είναι απλώς χώροι παιχνιδιού· αποτελούν μικροτοπία δημιουργικής έκφρασης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης» διευκρινίζει η Δήμητρα Κατσώτα. «Μέσα από τον προσεκτικό σχεδιασμό ασφαλών και αισθητικά ποιοτικών χώρων, ενταγμένων οργανικά στο αστικό τοπίο, η Αθήνα έχει την ευκαιρία να ανακτήσει τον δημοκρατικό χαρακτήρα των δημόσιων χώρων της και να συμβάλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών προκλήσεων» περιγράφει.
Επιτακτική η σύνδεση με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο
«Είναι προφανές, ότι οι πρωτοβουλίες μετατροπής δημόσιων χώρων, σε παιδικές χαρές λειτουργούν ενισχυτικά στην κοινωνική συνοχή» αναφέρει ο Μανώλης Βότσης, Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π. της KOM37. Όπως μας εξηγεί «οι χώροι αυτοί δεν αφορούν μόνο το παιχνίδι των παιδιών, αλλά μετατρέπονται σε τόπους συνάντησης, φροντίδας και συνύπαρξης διαφορετικών ηλικιών, κοινωνικών τάξεων και πολιτισμικών ομάδων». «Στην πραγματικότητα, όμως, ο χώρος της παιδικής χαράς παραμένει μέρος του ευρύτερου δημόσιου χώρου» διευκρινίζει, τονίζοντας πως δεν είναι ή δεν θα έπρεπε να είναι μία απομονωμένη χωρική νησίδα, αλλά να συνδέεται με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο.
«Η εξέλιξη του παιχνιδιού μπορεί να λαμβάνει χώρα και έξω από την οριοθετημένη περιοχή, που οφείλει να τηρεί τις προδιαγραφές ασφαλείας σύμφωνα με τα πρότυπα» δηλώνει ο Μανώλης Βότσης. «Το παιχνίδι δύναται να αφορά και διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, εκτός των παιδιών, συνεπώς οι πρωτοβουλίες αυτές δεν πρέπει να εστιάζουν σε μετατροπή μέρους του δημόσιου χώρου, αλλά στην αναδιαμόρφωση του δημόσιου χώρου, κομμάτι του οποίου θα είναι και η παιδική χαρά» περιγράφει.
Όπως επισημαίνει «για να υλοποιηθεί αυτό πρέπει οι αρμόδιοι ΟΤΑ να τροποποιήσουν τα εν ισχύ πολεοδομικά σχέδιά τους ως προς τα σημερινά δεσμευτικά όρια των παιδικών χαρών». «Η χωροθέτηση και η επιφάνεια που προβλέπονταν, στα πολεοδομικά σχέδια, για χώρους παιχνιδιού, συχνά είναι ανεπαρκής και ανεπίκαιρη» μας λέει, ωστόσο, ο Μανώλης Βότσης, τονίζοντας την αναγκαιότητα τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς τη διαδικασία υλοποίησης αυτών των χώρων». «Σήμερα η παιδική χαρά είναι ο μόνος δημόσιος χώρος για τη διαμόρφωση του οποίου δεν απαιτείται σχετική μελέτη» σημειώνει, επισημαίνοντας πως η υποχρεωτική εμπλοκή των απαραίτητων ειδικοτήτων (αρχιτέκτονες, φυτοτέχνες) για τον σχεδιασμό της κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έχει ως αποτέλεσμα οι χώροι παιχνιδιού να καταστούν ελκυστικοί και ποιοτικοί, ξεφεύγοντας από την απλή και ανέμπνευστη τοποθέτηση εξοπλισμού παιχνιδιού.
Ενδυναμώνοντας την αίσθηση του ανήκειν
«Η μετατροπή δημόσιων χώρων σε παιδικές χαρές αποτελεί μία πράξη με έντονο κοινωνικό και πολιτισμικό αποτύπωμα» δηλώνει στο Architect o Ρήγας Ποτηρόπουλος, Partner στην Potiropoulos+Partners. Όπως υπογραμμίζει «δεν πρόκειται απλώς για μια τεχνική επέμβαση στον ιστό της πόλης· είναι μια πολύτιμη επιστροφή της καθημερινότητας στον άνθρωπο και την κοινότητα». «Οι παιδικές χαρές συνιστούν μικροτοπίες χαράς και συνύπαρξης, όπου τα παιδιά αλληλοεπιδρούν, αναπτύσσονται και φαντάζονται, ενώ οι ενήλικες —γονείς, παππούδες, δάσκαλοι— συνδέονται και επικοινωνούν πέρα από τις κοινωνικές διαστρωματώσεις» σημειώνει.
«Η αρχιτεκτονική σε αυτές τις παρεμβάσεις οφείλει να προσφέρει ποιότητα, ασφάλεια και αισθητική αξία, δημιουργώντας χώρους που ενθαρρύνουν την κίνηση, την παρατήρηση, τη χαρά« μας λέει. «Ιδίως σε πυκνοδομημένα αστικά περιβάλλοντα, όπου οι ελεύθεροι χώροι είναι περιορισμένοι, τέτοιες πρωτοβουλίες συμβάλλουν στην αναζωογόνηση των γειτονιών και ενδυναμώνουν την αίσθηση του ανήκειν» διευκρινίζει. «Σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι παιδικές χαρές συνιστούν κάτι περισσότερο από χώρους παιχνιδιού· είναι η υπόσχεση μιας πιο φροντιστικής και ανθρώπινης πόλης» τονίζει ο Ρήγας Ποτηρόπουλος.
Αμφισβητώντας τις ανδροκεντρικές χωρικές αφηγήσεις
«Η σύγχρονη πόλη συγκροτείται από ένα πλέγμα πολλαπλών κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη σχεδιασμού δημόσιων χώρων με οπτική συμπερίληψης» περιγράφει η Δήμητρα Κατσώτα. Όπως αναφέρει, μάλιστα, «ακόμη κι όταν δεν είναι επίσημα θεσμοθετημένα, τα δημόσια έργα με έμφαση στο φύλο αναδεικνύονται ως ουσιαστικά εργαλεία για την προώθηση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης». «Οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε δημόσιους, εργασιακούς ή εμπορικούς χώρους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την εμπειρία όλων των χρηστών ισότιμα» δηλώνει, τονίζοντας πως οι συμπεριληπτικοί χώροι δεν είναι απλώς πιο λειτουργικοί· ενισχύουν την ορατότητα και την ενεργό συμμετοχή, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές, συχνά ανδροκεντρικές, χωρικές αφηγήσεις. «Μέσα από νέες σχεδιαστικές προσεγγίσεις και τη σταδιακή ενσωμάτωση μιας πιο ευαίσθητης ματιάς στον δημόσιο χώρο, η Αθήνα μπορεί να εξελιχθεί σε μια πιο δίκαιη, φιλόξενη και ευχάριστη πόλη, μια πόλη που ενισχύει την αίσθηση του «ανήκειν» για όλες και όλους» υπογραμμίζει.
Διεκδικώντας έναν δημόσιο χώρο συμπεριληπτικό
«Η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στη διαδικασία σχεδιασμού δημόσιων έργων και χώρων είναι κρίσιμη για τη δημιουργία ισότιμων πόλεων» επισημαίνει ο Μανώλης Βότσης. «Iστορικά, ο αστικός σχεδιασμός έχει διαμορφωθεί σιωπηρά με βάση έναν «πρότυπο» χρήστη, αποκλείοντας έτσι τις εμπειρίες και ανάγκες πλήθους άλλων υποκειμένων», παρατηρεί. «Γυναίκες, φροντιστές/ριες, μετανάστριες, άτομα με αναπηρία βιώνουν διαφορετικά αισθήματα φόβου, άνεσης, ασφάλειας ή κινδύνου μέσα στην πόλη» μας λέει, τονίζοντας πως «από τον φωτισμό και την ορατότητα, έως την ύπαρξη χώρων φροντίδας και ανάπαυσης, η έμφυλη εμπειρία διαμορφώνει το πώς, και αν, κάποιος/α/ο ανήκει στον δημόσιο χώρο».
«Ο έμφυλος σχεδιασμός δεν συνεπάγεται απλώς την προσθήκη «γυναικείων» εμπειριών, αλλά απαιτεί ριζική αναθεώρηση των αξιών που ενσωματώνει ο χώρος, με έμφαση την άνεση, την προσβασιμότητα και τη συνύπαρξη με τη διαφορά» υπογραμμίζει ο Μανώλης Βότσης. «Αν και στην Ελλάδα τέτοιες προσεγγίσεις παραμένουν συχνά άτυπες ή αποσπασματικές, σήμερα αναδύεται ένα πλήθος διαφορετικών φωνών και πρακτικών, αποτέλεσμα τόσο της τεχνογνωσίας που έχει έρθει από το εξωτερικό, όσο και των ατομικών και συλλογικών αγώνων που διαμόρφωσαν το έδαφος τα τελευταία χρόνια και δεκαετίες» σημειώνει. Όπως αναφέρει «επαγγελματίες, ερευνήτριες, συλλογικότητες και οργανώσεις διεκδικούν έναν δημόσιο χώρο συμπεριληπτικό, διαθεματικό και φροντιστικό, με το φύλο ως ένα από τα πιο ισχυρά πρίσματα επαναπροσδιορισμού του».
Μια πράξη βαθιάς κοινωνικής συνείδησης
«Η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στον σχεδιασμό των δημόσιων έργων δεν αποτελεί μια συγκυριακή ευαισθησία, αλλά μια αναγκαία αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον αστικό χώρο» δηλώνει στο Architect ο Ρήγας Ποτηρόπουλος. «Είναι μια πράξη βαθιάς κοινωνικής συνείδησης, που επιδιώκει να καταστήσει τις πόλεις πιο δίκαιες, ασφαλείς και φιλόξενες για όλους» συμπληρώνει. Όπως τονίζει «ο σχεδιασμός που λαμβάνει υπόψη του την πολυπλοκότητα των εμπειριών και των ρόλων που επιτελούν διαφορετικά άτομα στην καθημερινότητα —είτε πρόκειται για εργασία, φροντίδα, μετακίνηση ή ανάπαυση— οδηγεί σε χώρους πιο συμπεριληπτικούς και βιώσιμους».
«Στην ελληνική πραγματικότητα, η ενσωμάτωση αυτής της οπτικής παραμένει αποσπασματική» μας ενημερώνει, διευκρινίζοντας πως υπάρχουν εξαιρέσεις – έργα τοπικής αυτοδιοίκησης ή πρωτοβουλίες ακαδημαϊκών και κοινωνικών φορέων – αλλά λείπει ένα συνεκτικό θεσμικό και σχεδιαστικό πλαίσιο. «Η έμφυλη προσέγγιση δεν περιορίζεται στη “συμμετοχικότητα”· αποτελεί εργαλείο σχεδιαστικής και κοινωνικής ευαισθησίας, που αναβαθμίζει ουσιαστικά την έννοια του δημόσιου χώρου» περιγράφει, σημειώνοντας πως ήρθε η στιγμή η αρχιτεκτονική να ακούσει πιο προσεκτικά τις “σιωπηλές” ανάγκες της καθημερινότητας.
Aναβαθμίζοντας βιοκλιματικά τις σχολικές αυλές
«Πέρα από χώρους μάθησης και χώρους των διαλειμμάτων και της γυμναστικής, τα σχολικά προαύλια σημαίνουν πολλά περισσότερα για τα ίδια τα παιδιά, αλλά και για τη γειτονιά και την πόλη συνολικά» δηλώνει η Αναστασία Χρηστάκη, Αρχιτέκτονας-πολεοδόμος, ΥΔ ΕΜΠ, μέλος του συνεταιρισμού εργαζομένων Commonspace. Όπως μας εξηγεί «πρόκειται για χώρους κοινωνικοποίησης, άτυπης μάθησης, ελεύθερου παιχνιδιού, που αντανακλούν κοινωνικές σχέσεις, συγκρούσεις, χώρους που τα παιδιά καλούνται να διαχειριστούν, να αποκτήσουν χωρική αίσθηση, και χώρους όπου διαπραγματεύονται τις έννοιες του ανήκειν, της φροντίδας, των ορίων, του κλειστού-ανοιχτού, του δημόσιου-ιδιωτικού».
«Στις πόλεις μας< επιπλέον, όπου η έννοια του δημόσιου χώρου απειλείται και διαρκώς συρρικνώνεται, τα σχολικά προαύλια καλούνται να αναπληρώσουν τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα ένα κρίσιμο κενό σε περιοχές χωρίς πάρκα ή πλατείες» σημειώνει. «Τα προαύλια που διαμορφώνονται βιοκλιματικά ως ανοιχτοί προσβάσιμοι χώροι, χωρίς έντονες παρεμβατικές χρήσεις, που παρέχουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης των δραστηριοτήτων από τους ίδιους τους χρήστες και σχεδιάζονται ως βιοκλιματικά καταφύγια, αρχικά βελτιώνουν το κλίμα σε ακτίνα γειτονιάς» υπογραμμίζει η Αναστασία Χρηστάκη.
Όπως συμπληρώνει «λειτουργούν επιπλέον, ευρύτερα και ως πυρήνες κοινωνικοποίησης και συνάντησης μεταξύ ανθρώπων αλλά και διαφορετικών στοιχείων βιοποικιλότητας». «Τα παιδιά όχι μόνο περνούν τη μέρα τους σε πιο ευχάριστους χώρους, αλλά μαθαίνουν να συνυπάρχουν με τη φύση και να τη σέβονται» αναφέρει. «Οι παρεμβάσεις με λύσεις βασισμένες στη φύση —δέντρα, φυτεύσεις, συλλογή νερού, φυσικά υλικά— δημιουργούν αυλές φιλικές στο περιβάλλον και στους ανθρώπους, προσφέροντας μια πρακτική και ουσιαστική εμπειρία βιώσιμης συνύπαρξης μέσα στην ίδια την καθημερινότητα» περιγράφει. «Επιπλέον, όταν παιδιά, γονείς, γείτονες περνούν χρόνο στον δημόσιο χώρο τους, τον προστατεύουν, τον φροντίζουν, τον μετασχηματίζουν ανάλογα με τις ανάγκες τους και τον μετατρέπουν σε ένα ενεργό κοινωνικό και πολιτικό πεδίο» μας λέει.
Καταλυτικές οι συμμετοχικές διαδικασίες
«Στο επίκεντρο της προσέγγισής μας ως Commonspace είναι η εφαρμογή του Συμμετοχικού Σχεδιασμού» δηλώνει η Αναστασία Χρηστάκη, διευκρινίζοντας πως η έννοια αυτή περιλαμβάνει μεθοδολογίες, εργαλεία και πρακτικές που εμπλέκουν κοινωνικές ομάδες σε όλες τις φάσεις και κλίμακες του σχεδιασμού, σε επίπεδο στρατηγικής και υλοποίησης. «Δεν πρόκειται απλά για μια διαδικασία διαβούλευσης επί κενών μελετών ή τεχνικών κειμένων αλλά για μια ουσιαστική, ισότιμη και ανοιχτή διαδικασία συμμετοχής και συναπόφασης» μας εξηγεί.
Όπως επισημαίνει «ο σχεδιασμός δεν είναι ένα ουδέτερο πεδίο, αντιθέτως καθορίζει την καθημερινή ζωή, το ποιος/α χωράει – και ποιος/α αποκλείεται από έναν χώρο». «Για εμάς, κάθε μελετητής/τρια οφείλει να απαντά στα εξής βασικά ερωτήματα: Από ποιον σχεδιάζεται ο χώρος; Για ποιον και πως οραματιζόμαστε τον χώρο που σχεδιάζουμε;» υπογραμμίζει η Αναστασία Χρηστάκη.
«Οι χρήστες του δημόσιου χώρου, όσοι/ες του δίνουν ζωή με τις δραστηριότητές τους, όσοι/όσες συναντιούνται σε αυτόν άλλοτε αρμονικά και άλλοτε μέσω συγκρουόμενων αναγκών, είναι αυτοί/ές που γνωρίζουν τη λειτουργία του, το τι λείπει, το αν είναι ανοιχτός και το αν αποκλείει χρήσεις και είναι οι πλέον κατάλληλοι/ες να τον οραματιστούν, να τον μετασχηματίσουν και να τον σχεδιάσουν» περιγράφει. «Σαν συμμετοχικός σχεδιασμός ορίζεται εκείνη η διαδικασία που εξασφαλίζει ότι οι σχεδιαστικές διαδικασίες δεν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, από «ειδικούς» για «άλλους»», αναφέρει, τονίζοντας πως ένας τέτοιος σχεδιασμός παράγει άνισους, αφιλόξενους, τυποποιημένους χώρους – αποκομμένους από τις πραγματικές ζωές των ανθρώπων.
«Η συμμετοχή κατοίκων, παιδιών, εκπαιδευτικών, συλλογικοτήτων και γειτονιών στη διαδικασία του σχεδιασμού δεν οδηγεί μόνο σε πιο δημοκρατικές σχεδιαστικές λύσεις αλλά εξασφαλίζει και τη δημιουργία χώρων με νόημα στην καθημερινότητα, τους οποίους οι άνθρωποι θα χρησιμοποιούν και θα φροντίζουν« δηλώνει, σημειώνοντας πως συνιστά και τον μοναδικό τρόπο ώστε ο δημόσιος χώρος να είναι πράγματι δημόσιος.
Έργα που ενώνουν κοινότητες
Ακολουθεί παρουσίαση επιλεγμένων έργων αρχιτεκτονικών γραφείων που ξεχωρίζουν για την έμφαση στην κοινωνική συνοχή και τον έμφυλο σχεδιασμό. Μέσα από καινοτόμες παρεμβάσεις σε δημόσιους χώρους, αυτά τα έργα αναδεικνύουν τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στην προώθηση της ασφάλειας, της ισότητας και της συμπερίληψης στις σύγχρονες πόλεις.
Παιδική χαρά «Τα έξι κατώφλια», Buerger Katsota Architects
Με βάση την καταγραφή και αποτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης των χώρων παιχνιδιού σε συνοικίες του Δήμου Αθηναίων, η μελέτη ΠΧΑΘΗΝΑ εστίασε σε υποβαθμισμένους χώρους, προτείνοντας μια ολοκληρωμένη στρατηγική επανασχεδιασμού και ανακατασκευής τους. Η πρωτοβουλία ΠΧΑΘΗΝΑ, της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης ‘Παραδείγματος Χάριν’, υλοποιείται σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων, με στόχο να φέρει σε γόνιμη επαφή δωρητές, χορηγούς και πολίτες, συνδέοντας την αλληλεγγύη με την ενεργή συμμετοχή στην κοινότητα. Ο χώρος παιχνιδιού ΠΧ ΑΘΗΝΑ – ΕΞΙ ΚΑΤΩΦΛΙΑ, στους πρόποδες της Ακρόπολης, αποτελεί έναν από τους δύο πιλοτικούς χώρους που ανακατασκευάστηκαν. Αναπτύσσεται κατά μήκος της οδού Καλησπέρη, σημαντικού πεζόδρομου που καταλήγει στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης. Η βόρεια πλευρά οριοθετείται από έξι ιδιοκτησίες και κτήρια διαφορετικών περιόδων, ενώ η νότια από σχολικό συγκρότημα έργο του Πάτροκλου Καραντινού. Τα ‘κατώφλια’ των ιδιοκτησιών προσδίδουν ρυθμό και χαρακτήρα στον χώρο, που οργανώνεται σε έξι τμήματα σύμφωνα με τα όρια των ιδιοκτησιών. Ο κυρίως χώρος παιχνιδιού, στη νότια πλευρά των δεύτερου και τρίτου τμήματος, πλαισιώνεται από σκυρόδετα στοιχεία παραβολικού σχήματος ως καθιστικά και παιδικά στοιχεία γύρω από υφιστάμενα δέντρα.
Ανάπλαση δημόσιου χώρου και διαμόρφωση ενός φυσικού παιχνιδότοπου, Θρακομακεδόνες, ΚΟΜ37
Το έργο αφορά μελέτη ανάπλασης περιοχής πλησίον της πλατείας Αριστοτέλους στους Θρακομακεδόνες.
Η συνολική παρέμβαση λειτουργεί ως πιλοτικό έργο για τη μελλοντική διασύνδεση των κατακερματισμένων δημόσιων χώρων της περιοχής. Για τη διαμόρφωση της περιοχής συνδυάστηκαν δύο διαφορετικές παρεμβάσεις. Η πρώτη, σχεδιαστικά πιο αυστηρή, περιλαμβάνει τον ανασχεδιασμό του οδικού δικτύου με έμφαση στη βιώσιμη κινητικότητα, τη διεύρυνση των πεζοδρομίων, την πλήρη προσβασιμότητα για άτομα με αναπηρία, την τυποποίηση του αστικού εξοπλισμού και τη δημιουργία βασικού ποδηλατικού δικτύου. Η δεύτερη, στο εσωτερικό του χώρου, έχει αντίθετη σχεδιαστική φιλοσοφία. Ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου και πρότυπου δημόσιου χώρου παιχνιδιού για όλες τις ηλικίες. Στο επίκεντρο του σχεδιασμού βρίσκεται ένας “φυσικός παιχνιδότοπος”, ο οποίος αξιοποιεί το φυσικό τοπίο και ενσωματώνεται οργανικά στο υφιστάμενο περιβάλλον. Η ανοργάνωτη συνθήκη της υπάρχουσας βλάστησης υπήρξε το υπόβαθρο της ένταξης μέσα σε αυτή. Οι ελεύθερες καμπύλες, προσαρμόζονται στα υπάρχοντα ξέφωτα των δέντρων και γύρω από τις ζώνες ασφαλείας των οργάνων παιχνιδιού. Ο χώρος αυτός απευθύνεται τόσο στους κατοίκους των Θρακομακεδόνων όσο και των γύρω περιοχών. Πρόκειται για ένα έργο που επαναπροσδιορίζει τη σχέση της πόλης με τον δημόσιο χώρο, επενδύοντας στη φαντασία, την ασφάλεια και τη συμπερίληψη.
Πρόγραμμα βιοκλιματικής αναβάθμισης 9 σχολικών αυλών, Ιωάννινα, commonspace
H commonspace συνεργάζεται με τον Δήμο Ιωαννιτών σε ένα μεγάλης κλίμακας μελετητικό έργο βιοκλιματικής αναβάθμισης 9 σχολικών της πόλης, μέσω Συμμετοχικού Σχεδιασμού, σε δύο στάδια. Αρχικά, διαθέτοντας πολυετή εμπειρία στον συμμετοχικό σχεδιασμό και έχοντας αναπτύξει συμμετοχικές μεθοδολογίες, η ομάδα συσχεδίασε με τις σχολικές κοινότητες- μαθητές/τριες, το εκπαιδευτικό προσωπικό και τους γονείς τις αυλές, μέσω εργαστηρίων. Στο δεύτερο στάδιο, σε συνεργασία με τον Δήμο και την τεχνική υπηρεσία, η μελετητική ομάδα της commonspace θα εκπονήσει τελικές αρχιτεκτονικές μελέτες και θα παραδώσει τεύχη δημοπράτησης. Οι σχολικές αυλές στα Ιωάννινα αποτελούν ενεργούς δημόσιους χώρους που χρησιμοποιούνται εκτός σχολικού ωραρίου από παιδιά, γονείς, αθλητικούς συλλόγους, πολιτιστικές ομάδες κλπ. Έχουν τη δυνατότητα να διαμορφωθούν από τους ίδιους τους χρήστες τους ως ανοιχτοί και προσβάσιμοι πυρήνες παιχνιδιού, μάθησης, διημέρευσης, άθλησης, συνάντησης και ξεκούρασης αποτελώντας κλιματικά καταφύγια που θωρακίζουν ολόκληρη την γειτονιά. Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός στοχεύει στη δημιουργία άνετων και προστατευμένων χώρων μέσα από τη φύτευση δέντρων και πρασίνου, τη δημιουργία σκιερών περιοχών, την εγκατάσταση συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού, τη χρήση φυσικών υλικών (Nature Based Solutions-NBS), την προώθηση της κυκλικής οικονομίας, και τη βιώσιμη διαχείριση των πόρων. Σε κάθε σχολείο, τα παιδιά κατέγραψαν τα προβλήματα της υφιστάμενης κατάστασης, συζήτησαν το τι σημαίνει να φέρουμε την φύση στο προαύλιό τους, επεξεργάστηκαν το πώς θέλουν να παίζουν, πού θέλουν να κάθονται, ποια τα τοπικά υλικά, το τοπικό κλίμα και οι ανάγκες τους. Τελικά, δουλεύοντας σε επίπεδο κάτοψης κατέληξαν σε σκαριφηματική πρόταση. Η μελετητική ομάδα της commonspace στο επόμενο στάδιο θα μετατρέψει τις ιδέες σε τεχνική μελέτη.