Ο δημόσιος χώρος εξελίσσεται σε πεδίο κοινωνικής συνοχής, βιωσιμότητας και τεχνολογικής καινοτομίας, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τη συλλογική μνήμη, καθώς οι πόλεις αναζητούν νέα αστικά πρότυπα.

Σε μια εποχή που οι πόλεις μεταμορφώνονται ραγδαία, οι σύγχρονες αστικές αναπλάσεις καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ιστορική μνήμη και τη μοντέρνα προσέγγιση. Ο σχεδιασμός των δημόσιων χώρων δεν περιορίζεται πλέον στην απλή αναβάθμιση της εικόνας τους, αλλά συνιστά μια σύνθετη διαδικασία που ενσωματώνει κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτισμικές παραμέτρους. Η απρόσκοπτη προσβασιμότητα όλων των πολιτών, η βιωσιμότητα των υλικών, ο περιορισμός των ενεργειακών δαπανών, η ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας, καθώς και η αισθητική ποιότητα, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμώνται.

Παράλληλα, η εγχώρια πραγματικότητα συχνά υπολείπεται των διεθνών εξελίξεων. Η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η αποσπασματικότητα και η απουσία συμμετοχικών διαδικασιών αναδεικνύουν την ανάγκη για μια πιο σύγχρονη προσέγγιση. Στο εξωτερικό, κυριαρχούν τάσεις όπως το urban greening, οι έξυπνες υποδομές και η επαναφορά του ανθρώπου στο κέντρο της αστικής εμπειρίας. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι ένα νέο μοντέλο που να σέβεται την ιστορία, να απαντά στις ανάγκες του παρόντος και να προετοιμάζει τις πόλεις για ένα βιώσιμο και πιο συμπεριληπτικό μέλλον. Για τα παραπάνω ζητήματα θα μιλήσουν σπουδαία στελέχη της αγοράς, καταδεικνύοντας τις τάσεις που υπάρχουν σήμερα στην αρχιτεκτονική δημόσιων χώρων, αλλά και για τις προκλήσεις που παρουσιάζονται διαχρονικά και πρέπει να ξεπεραστούν.

Οι σύγχρονες αστικές αναπλάσεις μπορούν να συνδυάσουν την ιστορία με την καινοτομία μέσα από μια ευαίσθητη, αλλά ταυτόχρονα δημιουργική προσέγγιση του χώρου. Ο σεβασμός στην πολιτιστική κληρονομιά και τα ιστορικά στοιχεία μιας περιοχής δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για σύγχρονο σχεδιασμό με χαρακτήρα. Η ένταξη νέων τεχνολογιών, βιώσιμων υλικών και «έξυπνων» υποδομών μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά με διατηρητέα κτήρια, παραδοσιακές μορφές και τοπικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Ο στόχος δεν είναι η αναπαλαίωση, αλλά η ανανέωση: η δημιουργία ενός ζωντανού δημόσιου χώρου που σέβεται το παρελθόν και εξυπηρετεί τις ανάγκες του παρόντος. Με παραδείγματα από πόλεις όπως η Κοπεγχάγη και η Λισαβόνα, γίνεται φανερό πως η μνήμη και η πρόοδος μπορούν να συνυπάρξουν, προσφέροντας ένα ποιοτικό, λειτουργικό και αισθητικά ισορροπημένο αστικό περιβάλλον.

Διαχρονικός σχεδιασμός: Η πρόκληση των σύγχρονων αναπλάσεων
«Χώρος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τόπος, έδαφος, μέρος, το ρήμα χωρέω υποδηλώνει κίνηση ή δυνατότητα υποδοχής και το ουσιαστικό χώρος αρχικά σήμαινε το μέρος που μπορεί να δεχτεί κάτι· δηλαδή, ο τόπος ή η έκταση που επιτρέπει χώρεση. Αυτή η χώρεση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων έχει χωροχρονική διάσταση στο παρελθόν, παρόν και μέλλον και εγγράφεται πάνω στο έδαφος κα στο τοπίο. Όμως πόσο εύκολα αντιλαμβάνεται ένας παρατηρητής εκτός από το τοπίο της παρούσας χωροχρονικής στιγμής και το τοπίο του παρελθόντος, το ιστορικό τοπίο και πόσο εύκολα το καινοτόμο, το νέο, αυτό που προκαλεί το ενδιαφέρον; Η Μελέτη Αρχιτεκτονικής Τοπίου, μέθοδος εφαρμόσιμη στο σχεδιασμό του υπαίθριου χώρου εδώ και 100 χρόνια, μέσω της ανάλυσης τοπίου, υποχρεωτικά διαβάζει την ιστορία του τοπίου, και υποχρεωτικά απαντάει στην βασική ερώτηση μίας χωρικής ανάπλασης: τι φοράει, τι χωράει και τί μπορεί να χωρέσει εκ νέου ο χώρος και το τοπίο. Και αφού έχει απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, παρουσιάζει πιθανές καινοτόμες λύσεις μέσω μίας συνθετικής πρότασης. Η Μελέτη Αρχιτεκτονικής Τοπίου βασίζεται στην επιστήμη, τέχνη και τεχνική της Αρχιτεκτονικής Τοπίου που ασχολείται με τον προγραμματισμό και σχεδιασμό του υπαίθριου χώρου και του τοπίου, αστικού, περιαστικού, αγροτικού και φυσικού, κάθε κλίμακας. Αποτελεί επιστημονική μεθοδολογία και δημιουργική διαδικασία της χωρικής οργάνωσης του τοπίου χωροχρονικά και διαχρονικά, με τρόπο που να εξυπηρετεί λειτουργικές, αισθητικές και περιβαλλοντικές ανάγκες» αναφέρει η Ελένη Αθανασιάδου, Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Τοπίου, και προσθέτει πως «σε συνδυασμό με μεθοδολογίες από άλλες επιστήμες και τέχνες, όπως την Αρχιτεκτονική και την Κοινωνιολογία, η ανάπλαση μίας περιοχής μέσα από την προσέγγιση της Αρχιτεκτονικής Τοπίου και της Μελέτης της, μπορεί να καταστεί κοινωνικά σημαντική. Επιπλέον, δεδομένου ότι η αστική ανάπλαση συνιστά πρωτίστως κοινωνικό φαινόμενο και όχι απλώς τεχνικό ζήτημα, η εφαρμογή συμμετοχικών διαδικασιών σχεδιασμού καθίσταται πλέον επιτακτική. Στο ελληνικό πλαίσιο, η συμμετοχική προσέγγιση παραμένει περιορισμένη, καθώς προϋποθέτει την αναθεώρηση του παραδοσιακού, ιεραρχικού ρόλου του σχεδιαστή και την αναγνώριση της δυνατότητας των πολιτών να συνδιαμορφώνουν συλλογικά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του αστικού τους τοπίου. Όμως, η υλοποίηση συμμετοχικού σχεδιασμού απαιτεί σημαντικό χρονικό επενδυτικό κεφάλαιο καθώς και υψηλού επιπέδου κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες από τον συντονιστή της διαδικασίας, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί και να γεφυρώσει τις ανάγκες και τις προσδοκίες ετερογενών κοινωνικών ομάδων και ενδιαφερομένων εταίρων, αλλά και να τις μετουσιώσει σε χωρικές λύσεις. Τέλος, μια σύγχρονη ανάπλαση θα πρέπει να είναι διαχρονική, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ικανότητας του δυναμικού συνόλου που την αφορά, σχεδιαστών και χρηστών, να ενσωματώσουν στο παρόν, καινοτόμες χρήσεις, υλικά και τρόπους διαχείρισης. Καθώς ακόμα πιο σημαντικό από τον ίδιο τον σχεδιασμό, είναι η ορθολογική διαχείριση του χώρου από τις αρμόδιες αρχές και η οικειοποίηση του από τους χρήστες».

Η καινοτομία το μέσο για τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης
Στη συνέχεια η Λάρα Βαρτζιώτη, ιδρύτρια του γραφείου Lara Vartzioti, σημειώνει πως «οι σύγχρονες αναπλάσεις καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στη διατήρηση του ιστορικού αποτυπώματος και την ενσωμάτωση σύγχρονων αρχιτεκτονικών πρακτικών. Δεν πρόκειται για μια απλή αισθητική συνύπαρξη παλαιού και νέου, αλλά για μια σύνθετη διαδικασία που ενισχύει τον πολιτισμικό χαρακτήρα του κτιρίου και της πόλης, ενώ παράλληλα απαντά στις ανάγκες του σήμερα. Η δική μας προσέγγιση βασίζεται στη συντήρηση, όχι ως “μουσειακή” αποκατάσταση, αλλά ως αναγνώριση και επανάχρηση των υφιστάμενων στοιχείων. Μέσα από την ενσωμάτωση σύγχρονων τεχνολογιών και υλικών, επιδιώκουμε να διατηρήσουμε την αυθεντικότητα, προσδίδοντας παράλληλα νέα λειτουργικότητα. Η ιστορία, έτσι, δεν παγώνει στον χρόνο, αλλά εντάσσεται δυναμικά στον σημερινό αστικό ιστό. Στο πρόσφατο έργο μας στην περιοχή των Εξαρχείων, το κτίριο ΧΤ 97 αποτέλεσε μια τέτοια περίπτωση. Ο σχεδιασμός της πολυκατοικίας απάντησε στην ανάγκη επαναοικειοποίησης μιας περιοχής που τείνει να τουριστικοποιηθεί σε βάρος της ιστορικής της ταυτότητας. Δώσαμε έμφαση στην έννοια της οικειότητας και της προσαρμοστικότητας των εσωτερικών χώρων, αναγνωρίζοντας τον κοινωνικό ρόλο της κατοικίας στην αστική μνήμη.
Η απουσία κρατικής στρατηγικής για την επανάχρηση κτιρίων του αθηναϊκού μοντερνισμού είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η διάσωση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Οι αναπλάσεις οφείλουν να ενισχύονται θεσμικά, προκειμένου να συμβάλλουν ουσιαστικά στη διατήρηση του συλλογικού αστικού τοπίου. Η καινοτομία δεν είναι αυτοσκοπός· είναι το μέσο για να μεταφράσουμε την ιστορική μνήμη στη σύγχρονη εμπειρία του χρήστη μέσα στην πόλη. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπλαση γίνεται πράξη πολιτισμού και όχι απλώς σχεδιαστική επιλογή».

Αξιοποίηση και ενσωμάτωση σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών
«Οι σύγχρονες αναπλάσεις οφείλουν να συνδυάζουν την καινοτομία με την ανάδειξη της ιστορικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας κάθε τόπου, σε μια σχέση δημιουργικής συνύπαρξης παρελθόντος και μέλλοντος. Πρωταρχικά, αξιοποιώντας τα δεδομένα της ιστορικής ανάλυσης το τοπίου. Μια επιτυχής σύγχρονη ανάπλαση δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται στον κάθε τόπο και να είναι αυτοαναφορική. Αντιθέτως, οφείλει να συνδιαλέγεται με όλες τις πτυχές της ανάλυσης του τοπίου, να αφουγκράζεται τις δυναμικές και την μοναδική ταυτότητα του κάθε φυσικού και ιστορικού τόπου, για την τροφοδότηση της πρωταρχικής ιδέας της σύγχρονης ανάπλασης. Μέσα από αυτήν την ενδελεχή διερεύνηση, ο σύγχρονος σχεδιασμός αντλεί δεδομένα της ιστορικής φυσιογνωμίας του τόπου τα οποία τα μεταγλωττίζει και τα ενσωματώνει μέσα στην νέα ανάπλαση. Ο τρόπος που γίνεται η αυτή “μεταγλώττιση” ποικίλει ανάλογα με το εκάστοτε έργο και τόπο. Μπορεί να αφορά σε συμπερίληψη αρχετυπικών δομών της ιστορικής ταυτότητας, σε συμβίωση παλιών και νέων υλικών, σε επανερμηνεία μορφών, σε διατήρηση τμημάτων του ιστορικού τοπίου, σε σαφή διαχωρισμό νέου σχεδιασμού από τμήματα της υπάρχουσας κατάστασης που έχουν ενδιαφέρον να διατηρηθούν κτλ. Ο στόχος δεν είναι η νοσταλγική αναπαράσταση του παρελθόντος, αλλά η δημιουργική του επανερμηνεία με σύγχρονα μέσα και η ένταξη στο σύγχρονο σχεδιασμό» τονίζει ο Θανάσης Πολυζωίδης, ιδρυτής του γραφείου TPOL L&Α, συνιδρυτής της ομάδας topio7, και συμπληρώνει ότι «σημαντικός παράγοντας στη γεφύρωση αυτή παρελθόντος και μέλλοντος στη σύγχρονη ανάπλαση είναι η μελέτη σήμανσης όπου παρέχονται πληροφορίες της ιστορικής ταυτότητας. Ακόμη πιο καθοριστική, όμως, είναι η αξιοποίηση και ενσωμάτωση σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών, που επιτρέπουν την επανερμηνεία και την εμπειρία του χώρου (π.χ. διαδραστικές εφαρμογές, χρήση τεχνητής νοημοσύνης). Η καινοτομία δεν έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική ταυτότητα, αλλά μπορεί να την αξιοποιήσει και να την ενισχύσει. Όταν ο σχεδιασμός αντλεί έμπνευση από την ανάγνωση του τόπου και αξιοποιεί και συνδυάζει την ιστορική ταυτότητα με σύγχρονα υλικά και νέες τεχνολογίες, δημιουργεί αναπλάσεις σύγχρονες, με ταυτότητα και διαχρονική αξία».

Ο ρόλος του φωτισμού στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό
Υπογραμμίζοντας τη διάσταση του φωτισμού στον δημόσιο χώρο ο Κωνσταντίνος Χριστοδούλου, Design Engineer / MA Lighting Designer, NeaPolis Lighting, αναφέρει ότι «ο φωτισμός είναι ένα υποσύνολο της αρχιτεκτονικής σχεδιαστικής διαδικασίας. Αποτελεί ένα εργαλείο το οποίο ανάλογα με τον τρόπο που θα σχεδιαστεί και θα εφαρμοστεί, μπορεί να έχει έναν διακριτικό χαρακτήρα ανάδειξης ή να είναι πλήρως παρεμβατικό. Συνεπώς αρχιτεκτονική και φωτισμός είναι στοιχεία που σχεδιαστικά συνυπάρχουν κάτω από ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ο φωτισμός σήμερα, τεχνολογικά, έχει εξελιχθεί τόσο σημαντικά, ώστε χαρακτηριστικά όπως η θερμοκρασία φωτισμού, οι δέσμες, ακόμη και η δυναμικότητα του φωτισμού μπορούν να παρέμβουν σε τέτοια λεπτομέρεια ώστε να σεβαστούν στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό την ιστορικότητα ενός μνημείου, ενός κτιρίου, ή ακόμα και μιας περιοχής. Ο φωτισμός έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ως αφήγηση: φωτίζει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, καθοδηγεί την οπτική του παρατηρητή και δημιουργεί ατμόσφαιρα που ενώνει το παλιό με το νέο. Έτσι, η καινοτομία πλαισιώνει την ιστορία και δεν την ανταγωνίζεται».